BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οργισμένος Απόλλων


Στους στίχους 43-52 της Ιλιάδας, ο Όμηρος περιγράφει την κατάβαση του οργισμένου Απόλλωνα από τον Όλυμπο και το ξέσπασμα της οργής του πάνω στους Αχαιούς. Η εικόνα έχει εκπληκτική δύναμη. Συμπιέζοντας τον χώρο, αφού δεν περιγράφει τη διαδρομή την οποία ακολουθεί ο Απόλλων, ο ποιητής στέκεται στον ηχητικό και οπτικό απόηχο των κινήσεων του θεού.

Με κάθε κίνηση του Απόλλωνα τα βέλη βροντούν πάνω του και ο ίδιος μοιάζει με τη νύχτα καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών.

Ο ηχητικός και ο οπτικός απόηχος συνεχίζονται ακόμα κι όταν ο θεός σταματάει να βαδίζει και κάθεται «άντικρυ των πλοίων». Βλέπουμε τώρα το πρώτο βέλος να φεύγει και ακούμε τον τρομερό αχό που βγάζει το ασημένιο τόξο.

Στη συνέχεια, βλέπουμε τα πικροφόρα ακόντια να φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο. Αλλά τώρα η ηχητική εντύπωση έχει μετατοπιστεί στο στρατόπεδο των Αχαιών, αφού εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τις κραυγές αγωνίας και πόνου που προκαλούν τα βέλη του θεού. Η εικόνα κλείνει με μια σχεδόν βουβή οπτική εντύπωση: παντού καίνε οι πυρές των νεκρών.

Ας σταθούμε για λίγο στις λέξεις και τις φράσεις που κυριαρχούν στην εικόνα: κατέβη, («βη κάτω»), θυμωμένος («χωόμενος κηρ»), τόξον («τόξον»), ολόκλειστην φαρέτραν («αμφηρεφέα φαρέτρην»), εβρόντησαν τα βέλη («έκλαγξαν οϊστοί»), χολωμένος («χωόμενος»), όμοιαζε την νύκτα («νυκτί εοικώς»), αχός τρομερός («δεινή κλαγγή»), πικροφόρ’ ακόντια («βέλος εχεπευκές»), νεκρών πυρές («πυραί νεκύων»).

Η περιγραφή αρχίζει με την κατάβαση του θυμωμένου θεού από τον Όλυμπο. Τόσο η κίνηση προς τα κάτω όσο και ο θυμός του Απόλλωνα δεν προμηνύουν τίποτε καλό. Υποψιαζόμαστε βέβαια, ήδη από τη στιγμή που εισάκουσε τις προσευχές του Χρύση, ότι ο θεός θα τιμωρήσει τους Αχαιούς, αλλά δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της ποινής.

Το γεγονός ότι ο Απόλλων κατεβαίνει θυμωμένος, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη. Έχει σημασία ότι στο αρχαίο κείμενο ο ποιητής δεν λέει απλώς «χωόμενος» (= θυμωμένος), αλλά «χωόμενος κηρ» (= χολωμένος, θυμωμένος, οργισμένος στην καρδιά του).

Τη λέξη «κηρ (το)» χρησιμοποιεί ο Όμηρος κυρίως για να δηλώσει την καρδιά ως έδρα της βούλησης. Ταυτόχρονα όμως, στον Όμηρο πάλι, η λέξη «Κηρ (η)» δηλώνει τη θεά του θανάτου ή του ολέθρου, η οποία περιφέρεται στα πεδία της μάχης φορώντας ρούχα κόκκινα από το αίμα.

Η κατάβαση λοιπόν του οργισμένου στην καρδιά Απόλλωνα από τον Όλυμπο, θα μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του αρχαίου ακροατή την κατάβαση της Κηρός στο πεδίο της μάχης.

Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και το γεγονός ότι ο Απόλλων είναι πάνοπλος, με τόξο και ολόκλειστη φαρέτρα, σαν να ετοιμάζεται να πολεμήσει σε κάποιο πεδίο μάχης. Μάλιστα, καθώς κινείται, τα βέλη βροντούν μέσα στη φαρέτρα του, λες και βιάζονται να βγουν έξω και να ξεχυθούν προς το στόχο τους.

Μοιάζει με τη νύχτα ο Απόλλων, καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών. Η παρομοίωση είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτική. Η λέξη «νυξ (η)» χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει καθετί σκοτεινό και φοβερό. Στον Όμηρο βρίσκουμε τη λέξη συνδεμένη με τον θάνατο: «νυξ Άιδης», «νύχτα του θανάτου». Ο Όμηρος πάλι αποκαλεί τη νύχτα (όπως και την Κήρα) «ολοή», δηλαδή «καταστρεπτική, ολέθρια, φονική».

Συνεπώς, ο οργισμένος Απόλλων κατεβαίνει σαν φονική νύχτα, μοιάζει με τη νύχτα του θανάτου, φέρνει τον θάνατο. Κι όταν πια σταματάει και ρίχνει το πρώτο βέλος («ιός» = «βέλος», αλλά και «δηλητήριο»), «κλαγγή δεινή» βγαίνει από το ασημένιο τόξο του. «Κλαγγή δεινή». Ήχος φοβερός, τρομερός, φριχτός, άγριος, σκληρός, ήχος θανάτου. Είμαστε πλέον σχεδόν βέβαιοι ότι ο Απόλλων είναι, εδώ, ο θεός του θανάτου.

Πλήττει, χτυπάει πρώτα τα σκυλιά και τα μουλάρια. Κι αμέσως μετά, ρίχνει τα πικροφόρα ακόντιά του στους ανθρώπους. Ο ποιητής ξεκινάει από το λιγότερο σημαντικό θέμα, το χτύπημα των σκυλιών (που ελάχιστη αξία έχουν για τους Αχαιούς), προχωρεί στο περισσότερο σημαντικό, το χτύπημα των μουλαριών (που είναι πολύτιμα για τους στρατιώτες), και καταλήγει στο πιο σπουδαίο, στο χτύπημα των ίδιων των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί δηλαδή τον «νόμο των τριών»: σκυλιά – μουλάρια – άνθρωποι.

«Βέλος εχεπευκές» εξαπολύει ο τρομερός θεός εναντίον των Αχαιών. Βέλος δηλαδή οξύ, διαπεραστικό, αλλά και πικρό σαν φαρμάκι, σαν δηλητήριο ή πικρό σαν τον θάνατο. Και έρχεται ο τελευταίος στίχος για να διώξει κάθε αμφιβολία. «Αιεί δε πυραί νεκύων καίοντο θαμειαί». «Αδιάκοπα έκαιγαν πυκνές οι φωτιές των νεκρών, οι νεκρικές πυρές». Και πυκνές (δηλαδή πολλές, η μια κοντά στην άλλη) ήταν οι φωτιές και αδιάκοπα έκαιγαν. Άρα οι νεκροί ήταν πολλοί –πάρα πολλοί.

Έχουμε λοιπόν μια εικόνα στην οποία κυριαρχεί ο θάνατος, από τον πρώτο στίχο μέχρι τον τελευταίο. Πόσο όμως αριστοτεχνικά «ζωγραφίζει» αυτήν τη φριχτή εικόνα ο Όμηρος! Σε εννιά ολόκληρους στίχους (43-51) ο θάνατος δεν αναφέρεται πουθενά καθαρά. Υποβάλλεται έμμεσα, και μάλιστα σταδιακά, κλιμακωτά. Ακόμα και στον δέκατο στίχο (52), δεν ακούμε τη λέξη θάνατος. Βλέπουμε μόνο τις φωτιές των νεκρών να καίνε πυκνές και αδιάκοπα. Ο θάνατος είναι ο ίδιος ο θεός. Είναι δηλαδή ένας θάνατος θεϊκός, μια θεϊκή τιμωρία.

Το είδαμε εδώ

Τα χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής σκέψης


Στην αρχαία ελληνική σκέψη θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κυρίαρχα τα πιο κάτω γνωρίσματα:

α. Δείχνει μια τάση προς το γενικό. Όχι ότι αδιαφορεί για το ειδικό, αλλά εντάσσει το ειδικό και συγκεκριμένο μέσα σε μια ολότητα. To κάθε πράγμα είναι μέρος του όλου. Τα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε στη συνάφεια τους, για να συλλαμβάνουμε το αληθινό τους νόημα. O κόσμος είναι ταυτόχρονα πολλότητα και ενότητα. Είναι ανάγκη να βλέπουμε τα πολλά κάτω από το πρίσμα μιας κοσμικής ενότητας, μιας γενικής νομοτέλειας. Πραγματική γνώση είναι η γνώση του γενικού, όχι του επιμέρους.


H τάση προς το γενικό θεωρήθηκε σαν η αιτία, για την οποία δεν αναπτύχθηκαν στην αρχαία Ελλάδα οι ειδικές επιστήμες. Στις επιστήμες το ενδιαφέρον στρέφεται σε συγκεκριμένα πράγματα, όχι στα «καθ” όλου». H μη ανάπτυξη της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα ίσως οφείλεται σε άλλους λόγους, π.χ. στη μη ανακάλυψη του πειράματος, στην έλλειψη προχωρημένων ερευνητικών μέσων κ.λπ. Οι ειδικές επιστήμες (και ιδιαίτερα τα Μαθηματικά, η Αστρονομία και η Μηχανική) αναπτύχθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Τότε η κυριαρχία της φιλοσοφίας πάνω στις επιστήμες χαλάρωσε και οι επιστήμονες δεν ήθελαν να υποτάσσονται σε γενικές αρχές και σε προκατασκευασμένα νοητικά σχήματα.

β. Η αρχαία ελληνική σκέψη είχε θεωρητικό χαρακτήρα, όχι πρακτικό ή ωφελιμιστικό. O Αριστοτέλης κάνει λόγο για την ανιδιοτέλεια της φιλοσοφίας:

«Δεν καλλιεργούμε τη φιλοσοφία για καμιά άλλη ανάγκη, αλλά, όπως ακριβώς άνθρωπος ελεύθερος είναι αυτός που υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, έτσι και τη φιλοσοφία θέλουμε γιατί είναι η μόνη ελεύθερη από τις επιστήμες, γιατί μόνο αυτή υπάρχει χάρη του εαυτού της» (Μεταφ. 982B).


H ελευθερία και η αν ιδιοτέλεια υπάρχει στη φιλοσοφία, όχι στις ειδικές επιστήμες. Οι τελευταίες συνδέονται με την εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών, έχουν ωφελιμιστικό χαρακτήρα (παράδειγμα η Ιατρική).

Ωστόσο η παρατήρηση του Αριστοτέλη, που καταγράψαμε πιο πάνω, δεν έχει γενική ισχύ. O Σωκράτης συνέδεε τη φιλοσοφία με την πράξη, ισχυριζόταν ότι η ορθή σκέψη οδηγεί στη σωστή πράξη, στην ορθή ρύθμιση της συμπεριφοράς μας. To ίδιο ως ένα σημείο δεχόταν και ο Αριστοτέλης στον τομέα της ηθικής. Σύνδεση σκέψης και ζωής βλέπουμε αργότερα στους Στωικούς, στους Επικούρειους και σε άλλους φιλοσόφους. Δεν καλλιεργούσαν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες πάντα τη γνώση για τη γνώση, δεν την έβλεπαν πέρα για πέρα σαν αυτοσκοπό, σαν κάτι εντελώς θεωρητικό.

γ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι ορθολογική ή νοησιαρχική. Εμπιστεύεται τη νόηση και το λογικό, όχι τις αισθήσεις. Οι αισθήσεις μας δίνουν μια φευγαλέα και εξωτερική εικόνα για τα επιμέρους αντικείμενα. Δεν μας δείχνουν τις συναρτήσεις των πραγμάτων, τη γενική τους νομοτέλεια κ.λπ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι ορθολογική, όχι ανορθόλογη ή ενορατική, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. O Πλάτωνας π.χ. συνδυάζει ορθολογισμό και ενορατισμό.


Όταν χαρακτηρίζουμε την αρχαία ελληνική σκέψη ορθολογική, δεν εννοούμε ότι είναι μια σκέψη που παραβλέπει την εμπειρία, ότι ερμηνεύει την πραγματικότητα ξεκινώντας από εντελώς θεωρητικά σχήματα. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δεν φτιάχνουν αυθαίρετα θεωρητικά σχήματα. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ίδια την εμπειρική πραγματικότητα.

Υπήρξαν βέβαια φιλόσοφοι που, για να ερμηνεύσουν τον κόσμο, ένιωσαν την ανάγκη να επινοήσουν έναν άλλον, τέλειο ή άυλο, κόσμο. Αυτό συνέβη με τον Πλάτωνα, που η σκέψη του είναι μεταφυσική, αντι-εμπειρική. O ορθολογιστής Πλάτωνας έδωσε ιδιαίτερη υπόσταση στις έννοιες, στις συλλήψεις της νόησης, και έτσι έφτασε στη Μεταφυσική. Όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι στηρίχτηκαν στην εμπειρία, στον ορατό κόσμο.

δ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι πλουραλιστική. Δεν είναι ενιαία. Διαμόρφωσε πολλές και διαφορετικές κοσμοθεωρίες, που η μια διαδεχόταν την άλλη ή υποστηρίζονταν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και στην ίδια ιστορική περίοδο.

O πλουραλισμός έχει σχέση με την ελευθερία της σκέψης και τη δημιουργικότητα των επιμέρους στοχαστών. H φιλοσοφία είναι πάντα πλουραλιστική. Μονιστική είναι η θρησκεία ή η πολιτική ιδεολογία. H φιλοσοφία αλλάζει. Οι απόψεις των φιλοσόφων δεν συμπίπτουν πάντα ούτε είναι υποχρεωτικό να συμπίπτουν. Δεν επιβάλλεται καμιά ομοιομορφία στη φιλοσοφική σκέψη από κάποια αυθεντία. O κάθε φιλόσοφος προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία, που μπορεί να είναι αντίθετη προς όλες τις προηγούμενες ή και μια απλή παραλλαγή τους.

Οι φιλόσοφοι μπορεί να είναι δογματικοί, να πιστεύει ο καθένας ότι ανακάλυψε τη μοναδική αλήθεια και να βλέπει λαθεμένες τις κοσμοθεωρίες όλων των άλλων, αυτό όμως δεν καταργεί την πολυμορφία των απόψεων που υπάρχει αντικειμενικά. O κάθε φιλόσοφος δημιουργεί τη σχολή του με τους μαθητές και τους οπαδούς του, που προσκολλούνται δογματικά σε μια κοσμοαντίληψη. Οι φιλοσοφικές σχολές όμως είναι πολλές και παρουσιάζουν εντυπωσιακές διαφορές ή και ομοιότητες.

Από το βιβλίο : Αρχαίοι Έλληνες Στοχαστές του Σωκράτη Γκίκα (εκδ. Σαββάλας)

Το είδαμε εδώ

Όταν ο Πλούταρχος μιλούσε για τη δουλεία των οφειλετών!


Ο Πλούταρχος (περ.45μ.Χ.-120) ήταν Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και δοκιμιογράφος. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και έλαβε αξιόλογη φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Αναφέρεται ότι σπούδασε στην Ακαδημία των Αθηνών, όπου είχε δάσκαλο τον Αμμώνιο.

Γεννημένος στη μικρή πόλη της Χαιρώνειας, στην Βοιωτία, πιθανώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, ο Μέστριος Πλούταρχος ταξίδεψε πολύ στον μεσογειακό κόσμο της εποχής του και δύο φορές στη Ρώμη. Είχε φίλους Ρωμαίους με ισχυρή επιρροή, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Soscius Senecio και ο Fundanus, και οι δύο σημαντικοί Συγκλητικοί, στους οποίους ήταν αφιερωμένα ορισμένα από τα ύστερα κείμενά του.

Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια, όπου λέγεται ότι μυήθηκε στα μυστήρια του Απόλλωνα. Ήταν πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών, όπου ήταν υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας, αξίωμα που κράτησε για 29 έτη έως τον θάνατό του. Έζησε μια ιδιαίτερα δραστήρια κοινωνική και πολιτική ζωή, κατά τη διάρκεια της οποία παρήγαγε ένα απίστευτο corpus κειμένων, που επιβίωσαν ως την εποχή μας.

«ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ»

«Ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας»! Το είπε ο Πλούταρχος τον 1ο μ.Χ. αιώνα και να που έφθασε η στιγμή να εκτιμηθούν οι λόγοι του.«Εχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου», προβλέπει ο μεγάλος συγγραφέας της αρχαιότητας και ας βγει κάποιος να αντιπαραθέσει, ότι δεν έχει δίκιο…

Δυσάρεστα επίκαιρο είναι το έργο του «Περί του μη δειν δανείζεσθαι» (από τα Ηθικά), που κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση από τη «Νεφέλη» με τον τίτλο «Οι συμφορές του δανεισμού». Γιατί πράγματι, τις συμφορές που συσσωρεύονται στον άνθρωπο, ο οποίος καταφεύγει στο δανεισμό απαριθμεί με τρόπο καυστικό, αυστηρό και καίριο ο Πλούταρχος σ΄αυτό το μικρό κείμενο, που δεν μπορεί να διαβαστεί σήμερα απλώς «εγκυκλοπαιδικά», αφού οι παραλληλίες με τα σύγχρονα τεκταινόμενα παραφυλούν σε κάθε στίχο.

«Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βάρβαρων και βάναυσων». Και οι δανειστές «Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους»… λέει κατηγορηματικά ο χαιρωνίτης ρήτορας. Και επιχειρηματολογεί.

Και φέρνει παραδείγματα από την ιστορία της εποχής του, από τους μύθους αλλά και από τα παθήματα των απλών ανθρώπων. Και χιούμορ επιστρατεύει ενίοτε μάλιστα μαύρο! Γιατί το κείμενο _μία ομιλία στην πραγματικότητα_ δεν γράφτηκε τυχαία. Η Αθήνα και οι άλλες Ελληνικές πόλεις μαστίζονταν από τις συνέπειες της υπερχρέωσης, όταν ο Πλούταρχος περί το 92 μ. Χ αποφάσισε να μιλήσει μπροστά σε ακροατήριο για τις σοβαρές συνέπειες του δανεισμού.

Σε ποιους ήταν χρεωμένοι τότε οι άνθρωποι; Σε δικούς τους αλλά κυρίως σε ξένους πιστωτές ως επί το πλείστον Ρωμαίους. «… κουβαλώντας μαζί τους σάκους και συμφωνητικά και συμβόλαια σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδος, την οργώνουν από πόλη σε πόλη και σπέρνουν χρέη που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν», λέει παραστατικά ο Πλούταρχος. Και τι προτείνει;

«Φύγε να γλυτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή που θίγει την ελευθερία σου, βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου κι αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν πουλήσεις,ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις σε αναγκάζει· αν τον πας στο δικαστήριο προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης· αν του ορκίζεσαι σε προστάζει· αν κρατάς την πόρτα κλειστή στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα…».

Αλλά ο Πλούταρχος δεν κατακεραυνώνει μόνον τους πιστωτές. Και ας μη βιαστούν οι αναγνώστες του να βγάλουν εύκολα συμπεράσματα κάνοντας βολικούς συσχετισμούς. Δεν φταίει μόνον ο δανειστής. Ευθύνεται πρωστίστως ο δανειζόμενος με την άφρονα συμπεριφορά του και την επιθυμία του για πολυτέλεια και τριφυλή ζωή (μας θυμίζει κάτι αυτό;), φωνάζει ο συγγραφέας. «Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί μας, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα… ».

Κι αν ο Πλούταρχος κατακεραυνώνει έτσι τους συγχρόνους τους, τι θα έλεγε για… τα εορτοδάνεια και τα δάνεια για καλοκαιρινές διακοπές, που διαφημίζονταν από τις Τράπεζες μέχρι πρότινος βρίσκοντας φυσικά, πολλούς «αγοραστές». Και το αποτέλεσμα ποίο είναι; «Για να διατηρήσουμε την ελευθερία μας ενώ έχουμε συνάψει δάνεια κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακες τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους».

Το γεγονός ότι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, όπως θεωρείται ο Πλούταρχος από τους μελετητές του είναι τόσο αυστηρός σ΄ αυτό το έργο και δείχνει τόσο πάθος καταδικάζοντας το φαινόμενο του αλόγιστου δανεισμού αφ΄ ενός και της απληστίας και βαναυσότητας των δανειστών από την άλλη είχε οδηγήσει στον παρελθόν στην υπόθεση ότι το έγραψε σε νεαρή ηλικία. Πράγμα λανθασμένο, όπως απέδειξε η σύγχρονη έρευνα.

Η αδυναμία των ανθρώπων να ξεφύγουν από τα δεινά του δανεισμού φαίνεται ότι απασχολούσε πολύ τον μεγάλο βιογράφο της αρχαιότητας. «Ανθρωπος που μπλέκει μια φορά, μένει χρεώστης για πάντα και σαν το άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον», γράφει.

Το είδαμε εδώ

Η πανάρχαια Ελληνική επιστήμη της Γεωμετρίας


Η Γεωμετρία δέν είναι βέβαια τό μόνο από τά αγαθά τού πολιτισμού, πού κατέλιπεν η ελληνική αρχαιότης, είναι όμως ασφαλώς τό διαχρονικώτερο. 

Η γεωμετρία τού Ευκλείδου, τά περίφημα "Στοιχεία", ισχύουν απαράλλακτα μέχρι σήμερα, χωρίς νά χρειασθούν αναθεωρήσεις, βελτιώσεις ή κάποιες προσθήκες. Τα "Στοιχεία" αποτελούν ένα από τά αθάνατα μνημεία τής ανθρωπίνης σοφίας, κτήμα εσαεί τών επιγιγνομένων.

Η γεωμετρία υπό τήν πρακτική καί εμπειρική της μορφήν δέν ήταν βεβαίως άγνωστος στούς αρχαίους ανατολικούς λαούς. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χάρις στίς γεωμετρικές τους γνώσεις μπορούσαν νά αποκαθιστούν τά όρια τών κτημάτων τους μετά τίς ετήσιες πλημμύρες τού Νείλου. 

Ομως οι σχετικές γνώσεις τους ήταν ασυστηματοποίητες καί δέν ξεπερνούσαν τά όρια τής απλής εμπειρίας. Εγνώριζαν τό "πώς", αλλά δέν κατώρθωσαν ποτέ νά φθάσουν στό "διατί". Αυτήν τήν δόξαν επέπρωτο νά δρέψη η ιδιοφυϊα τών αρχαίων Ελλήνων.


Ο Θαλής ο Μιλήσιος (640-546 π.Χ.) είναι εκείνος πού εισήγαγε ή μάλλον ανεκάλυψε τήν απόδειξι τών γεωμετρικών καί μαθηματικών προτάσεων. Η εύρεσις τής αποδεικτικής μεθόδου ήταν μία από τίς μεγάλες στιγμές τής Ανθρωπότητος καί εν τούτοις πολλοί λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει τήν καταλυτική σημασία τής καινοτομίας εκείνης στήν εξέλιξι τού ανθρωπίνου πνεύματος καί στήν ιστορία τού πολιτισμού γενικώτερον.

Ο άνθρωπος αποτινάζει σιγά-σιγά τά δεσμά τής αυθεντίας καί γίνεται αυτεξούσιος, αφού μπορεί μόνος του πλέον νά γνωρίζη, νά αποδεικνύη, νά βεβαιώνεται. Ετσι λοιπόν ο Θαλής δέν θεωρείται απλώς ως ο ευρέτης τής θεωρητικής γεωμετρίας, αλλά καί ο εισηγητής τής παγκοσμίου επιστήμης.

Ιστορικό είναι τό επίτευγμα, πού διέσωσεν ο Πλούταρχος, κατά τό οποίον ο Θαλής κατέπληξε τόν Φαραώ Αμασιν, όταν υπελόγισε τό ύψος τής μεγάλης πυραμίδος εκ τού μήκους τής σκιάς, μέ τήν μέθοδο τών αναλογιών. 

Θά έπρεπε ο ανδριάς τού μεγάλου αυτού Μιλησίου νά κοσμή όλα τά Ανώτατα Εκπαιδευτικα Ιδρύματα, ως ελάχιστος φόρος τιμής στόν πρώτον πραγματικόν επιστήμονα τής ανθρωπότητος, πού μάλιστα εθεώρει εαυτόν ευτυχή πού εγεννήθη Ελλην.

Ο Πυθαγόρας (572-500 π.Χ.), ο μέγας αυτός φιλόσοφος, μαθηματικός καί μύστης, έδωσε νέα ώθησι στήν γεωμετρία, μισόν αιώνα αργότερα. Μάλιστα τά μισά περίπου από τά δέκα τρία βιβλία τών "Στοιχείων" τού Ευκλείδου, στηρίζονται σέ εργασίες τού Πυθαγόρου καί τής Σχολής του.

Ο Πυθαγόρας έβλεπε τήν γεωμετρία μέσα από τήν πνευματική της διάστασι, ο δέ όρκος τών νεοφύτων τού "Ομακοείου", δηλ. τής μυητικης Σχολής του, ήταν "Η Γεωμετρία νά χρησιμεύη γιά τήν πνευματική καλλιέργεια καί όχι πρός πλουτισμόν". 

Ονομαστόν έγινε τό Πυθαγόρειον Θεώρημα, τού οποίου τήν απόδειξιν εύρεν ο φιλόσοφος καί καταληφθείς υπό ενθουσιασμού εθυσίασε, κατά τήν παράδοσιν εκατόμβην. Τό θεώρημα αυτό εξακολουθεί ακόμη καί σήμερα νά ασκή ακαταμάχητον γοητείαν καί μέχρι τώρα έχουν καταγραφή 370 διαφορετικές αποδείξεις.

Οι αρχαίοι Ελληνες μαθηματικοί εθεώρουν τά τιθέμενα προβλήματα ως πνευματικά παίγνια καί ως καλοί αθληταί ησθάνοντο τήν υποχρέωσιν νά τιμήσουν τούς Θεούς μετά τήν νίκην των. 

Ετσι καί ο Θαλής, όταν απέδειξε τήν σημαντική πρότασιν ότι επί ημιπεριφερείας κύκλου βαίνει ορθή γωνία, ευγνώμων πρός τούς Θεούς εθυσίασε βούν. Είναι δύσκολο σήμερα νά συλλάβωμε ποία σημασία είχε γιά τούς αρχαίους προγόνους μας η λύσις κάποιου προβλήματος ή η ανεύρεσις τής αιτίας ενός φαινομένου. 

Ο Δημόκριτος έλεγε ότι προτιμά νά ανεύρη τήν αιτίαν ενός φαινομένου παρά νά τού χαρίσουν τόν θρόνον τού Μεγάλου Βασιλέως τής Περσίας. Νά μή ξεχνούμε επίσης τόν ένθεον ζήλον τού Αρχιμήδους, όταν ανήγγειλε τήν ανακάλυψι τού νόμου τής ανώσεως, μέ τό περίφημον έκτοτε καταστάν "Εύρηκα"!.


Αμέσως μετά τήν πρώτη συγκρότησι καί συστηματοποίησι τής γεωμετρίας, τρία μεγάλα προβλήματα άρχισαν νά απασχολούν τήν ελληνική φιλοσοφική διανόησι: 

α) Ο τετραγωνισμός τού κύκλου, β) Τό Δήλιον Πρόβλημα (ο διπλασιασμός τού κύβου) καί γ) Η τριχοτόμησις τής γωνίας. Τά μόνα επιτρεπόμενα μέσα ήσαν ο (αβαθμολόγητος) κανών καί ο διαβήτης. Τά υπόλοιπα έπρεπε νά αναλάβη η ανθρώπινη διάνοια. Ηταν καί αυτό ένα δείγμα τού υψηλού ήθους τών αρχαίων Ελλήνων μαθηματικών, μέ την πρωτοκαθεδρία πού έδιδαν στόν καθαρό λογισμό.

Τά προβλήματα αυτά έμειναν άλυτα, όμως η προβληματική περί τήν αναζήτησιν τών λύσεων ωδήγησεν εμμέσως στήν μεγάλη ανάπτυξι τής γεωμετρίας στήν κλασσική ελληνική αρχαιότητα καί μετέπειτα. 

Σήμερα βέβαια, μέ τό μοιρογνωμόνιο, τίς τριγωνομετρικές μεθόδους, τούς πίνακες, τούς υπολογιστάς κτλ, τά προβλήματα αυτά είναι πλέον άνευ αντικειμένου. 

Ομως η θεωρητική τους αξία παραμένει απαραμείωτος. Οι αρχαίοι είχαν σέ υψηλή περιωπή τήν γεωμετρία. Τήν εθεώρουν σάν απαραίτητο εργαλείο γιά τήν φιλοσοφική καί γενικώτερα τήν επιστημονική σκέψι. 

Στό υπέρθυρον τής Πλατωνικής Ακαδημείας, η επιγραφή "Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω" απεθάρρυνε τούς αμοίρους τής γεωμετρικής τέχνης νά γευθούν τά υψηλά νάματα τής φιλοσοφίας.

Μάλιστα ο Πλάτων (427-347 π.x.) εθεώρει τά μαθηματικά δώρο τών Θεών πρός τούς ανθρώπους. Εις αυτόν αποδίδεται η περίφημος φράσις: "Αεί ο Θεός γεωμετρεί", τής οποίας οι τρείς πρώτες λέξεις, κατά τρόπον παράδοξον, δίνουν τήν κατά προσέγγισιν τιμήν τού αριθμού π = 3,14. Τό "παράδοξον" δέ έγκειται εις τό ότι οι αρχαίοι Ελληνες υποτίθεται ότι αγνοούσαν τήν χρήσιν τών δεκαδικών αριθμών, καθώς δέν είχαν συλλάβει τήν έννοια τού μηδενός. Είναι όμως έτσι ή μήπως έχομε πολλά ακόμη νά μάθωμε από τήν σοφία τών αρχαίων προγόνων μας;

Ας σημειωθή ακόμη ότι ο Πλάτων, μέγας μαθηματικός ο ίδιος, ήταν εκείνος πού καθιέρωσε τήν χρήσι τού κανόνος καί τού διαβήτου, πού απετέλεσε στοιχείον εγκυρότητος γιά τίς προτεινόμενες λύσεις τών γεωμετρικών προβλημάτων καί αναγκαίαν συνθήκην διά τό πνευματικώς "εύ αγωνίζεσθαι".


Στούς Αλεξανδρινούς Χρόνους, ο Ευκλείδης (330-270 π.Χ.) με τά "Στοιχεία" του εσυστηματοποίησε καί εκωδικοποίησε όλες τίς προγενέστερες γνώσεις καί παρέδωσε στήν ανθρωπότητα ίσως τό πλέον πολυδιαβασμένο καί πολυμεταφρασμένο επιστημονικό βιβλίο. 

Τά "Στοιχεία" δέν είναι μόνον ένα εγχειρίδιον γεωμετρίας, όπως θά ενόμιζε κανείς. Περιέχουν επίσης τίς βάσεις τής θεωρίας τών αριθμών, στήν θεμελίωσι τής οποίας ο μέγας εκείνος "Στοιχειωτής" συνέβαλεν όσον ολίγοι. Γνωστός καί εν χρήσει ακόμη σήμερα είναι ο "Αλγόριθμος τού Ευκλείδου", γιά τήν εύρεσι τού μεγίστου κοινού διαιρέτου (ΜΚΔ), η "Ευκλείδειος Διαίρεσις" κτλ.

Σήμερα ο Ευκλείδης μέ τήν γεωμετρία του εξακολουθεί νά παραμένη επίκαιρος, παρά τήν ραγδαία μεταβολή τών αντιλήψεων περί τού χώρου καί τού σύμπαντος κόσμου. Ακόμη καί οι νέες, "μή ευκλείδειες γεωμετρίες" τού Riemann καί τού Lobatsevski δέν εστάθησαν ικανές νά αμφισβητήσουν τήν διαχρονική αξία τών "Στοιχείων", πολλώ δέ μάλλον νά τά υποκαταστήσουν.

Ακολούθησε μία πλειάς λαμπρών μαθηματικών, πού διηύρυναν τόν ορίζοντα τής γεωμετρίας, όπως οι: Ιππαρχος, Μέναιχμος, Μενέλαος, Πτολεμαίος, Ηρων, Απολλώνιος ο Περγαίος καί πολλοί άλλοι. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει νά γίνη στόν Αρχιμήδη (284-212 π.Χ.), πού κατά πολλούς υπήρξε ο μεγαλύτερος μαθηματικός όλων τών εθνών καί όλων τών εποχών. 

Ακόμη ο Αλεξανδρινός Θέων, τού οποίου κόρη ήταν η περίφημος διά τήν καλλονήν της νεοπλατωνική φιλόσοφος Υπατία, εξ ίσου μεγάλη μαθηματικός καί αυτή, αποκληθείσα μάλιστα "Γεωμετρική".


Η Υπατία (370-415 μ.Χ.) υπήρξε αθώο θύμα του Χριστιανικού φανατισμού, ενώ μέ τόν Θέωνα καί τήν ιδία ετερματίσθη ουσιαστικά η συνεισφορά τών Ελλήνων στήν παγκόσμια μαθηματική επιστήμη.

Η γεωμετρία αποτελεί τό τελειότερον όργανον λογικής, στήν ουσία είναι η λογική εφηρμοσμένη. Προάγει τήν σκέψι καί τήν φαντασία, άν δέ εγκύψη κανείς στό βαθύτερο περιεχόμενό της, θά συλλάβη τό νόημα τής αρμονίας καί τής εν τώ κόσμω τάξεως. 

Η σκέψις γίνεται εδραία, στερεά καί αποφεύγονται οι άνευ έρματος νοητικές ακροβασίες. Μέσα από τήν γεωμετρία καί τά μαθηματικά καθίσταται ευκολωτέρα η προσπέλασις τών υψηλών φιλοσοφικών εννοιών.

Πρίν από λίγα χρόνια, σ' ένα συνέδριο διδακτικής, ο Σοβιετικός ακαδημαϊκός Α.Δ. Αλεξανδρώφ είπε ότι εκτός από τούς μηχανικούς καί τούς αρχιτέκτονες, τούς πολεοδόμους κ.α., πρέπει νά διδάσκωνται τήν Γεωμετρία σέ πανεπιστημιακό επίπεδο καί οι ιατροί καί οι δικαστικοί. 

Ημείς οι σύγχρονοι Ελληνες, ως φορείς τής μεγάλης εκείνης κληρονομίας, επιβάλλεται νά επανασυνδεθούμε μέ τήν λαμπράν παράδοσιν τών αρχαίων γεωμετρών καί νά φανούμε αντάξιοί τους. Είναι η ιστορική μας οφειλή. Η καλλιέργεια τής Γεωμετρίας είναι δική μας υπόθεσις.

Δυστυχώς όμως η γεωμετρική παιδεία στήν χώρα όπου εγεννήθη, ευρίσκεται τά τελευταία χρόνια σέ πλήρη υποβάθμισι καί νοσεί επικίνδυνα. Η Γεωμετρία διδάσκεται ξηρά, αποσπασματικά καί τό χειρότερο, αποκομμένη από τίς ιστορικές της καταβολές καί τήν ευρύτερη πνευματική της διάσταση. 

Οπως δέ παρατηρεί η Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία σέ πρόσφατο (Οκτώβριος 1995) διάβημά της πρός τό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, "Ο περιορισμός τής διδακτέας ύλης (άρα καί τής αντίστοιχης θεωρίας) τής Γεωμετρίας, όχι μόνο οδηγεί στήν υποβάθμιση τού ρόλου της, όταν είναι γνωστό ότι στήν διεθνή μαθηματική κοινότητα συμβαίνει ακριβώς τό αντίθετο, αλλά είναι βέβαιο ότι θά έχει σοβαρότατες συνέπειες στήν όλη εκπαιδευτική πράξη, αφού είναι γνωστό ότι η Γεωμετρία είναι τό κατ' εξοχήν μάθημα, πού βοηθάει τό μαθητή νά αναπτύξει τήν ικανότητα κριτικής σκέψεως. "Αεί ο Θεός γεωμετρεί ης καί φαντασίας".

Το είδαμε εδώ

Πότε δημιουργήθηκε η λέξη «δημοκρατία»;


Όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές στην έρευνα, στις αισχύλειες Ικέτιδες (463 π.Χ.) έχουμε την αρχαιότερη εικόνα μιας δημοκρατίας σε δράση.

Η εικόνα αυτή δεν μπορεί παρά να είναι επηρεασμένη από τη δημοκρατία της σύγχρονης Αθήνας, αφού ποιητής και κοινό δε θα μπορούσαν να κατασκευάσουν και να κατανοήσουν αντίστοιχα μια δημοκρατική κοινωνία της ηρωικής εποχής παρά μόνο με βάση τη δική τους καθημερινή εμπειρία. Έτσι το λεξιλόγιο της δημοκρατίας διαπερνά το έργο και χρησιμοποιείται και από (ή για) πρόσωπα που καταρχήν δε θα το περιμέναμε, όπως λ.χ. οι Δαναΐδες που καταφτάνουν από τη δεσποτική Αίγυπτο. Στις Ικέτιδες, όμως, δεν έχουμε απλά μια γενική εικόνα της δημοκρατίας σε δράση, αλλά και στοιχεία από την τεχνική ορολογία των δημοκρατικών διαδικασιών που ήταν σε χρήση την εποχή παράστασης του έργου.

Μάλιστα, στις Ικέτιδες έχουμε την αρχαιότερη περίφραση που πλησιάζει πάρα πολύ στην ίδια τη λέξη δημοκρατία (604):δήμου κρατοῦσα χεὶρ. Η φράση δε σημαίνει «η πλειοψηφία των ψήφων του λαού», ούτε «το νικητήριο χέρι του δήμου» ή το «το χέρι του δήμου που αποφασίζει», ούτε οἱ κρατοῦντες τῇ χειροτονίᾳ, επειδή μια τέτοια ερμηνεία προϋποθέτει και μια δήμου ἠττωμένη χείρ, δηλαδή θα υπονοούνταν μια πλειοψηφία και μια μειοψηφία μεταξύ του λαού. Ωστόσο την έννοια αυτή την αναλαμβάνει το ρήμα πληθύεται που ακολουθεί και το οποίο υποδηλώνει την τόσο βασική για τη δημοκρατία αρχή της πλειοψηφίας.[1] Hπιθανότερη απόδοση της έκφρασης δήμου κρατοῦσα χεὶρ είναι «το κυρίαρχο χέρι του δήμου» και δηλώνει το λαό στην έμπρακτη εφαρμογή της κυριαρχίας του μέσω της δια χειρός ψηφοφορίας. Το χωρίο φαίνεται να υποδεικνύει ότι η λέξη δημοκρατία και η έννοιά της δεν ήταν κάτι άγνωστο στον Αισχύλο.

Αυτή η υπόθεση φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα δεύτερο χωρίο των Ικετίδων (699-700), όπου ο χορός κάνει λόγο για τὸ δήμιον͵ τὸ πτόλιν κρατύνει. Η λέξη δήμιονισοδυναμεί με τη λέξη δημόσιον και δηλώνει το κράτος ως κοινότητα του λαού, ενώ με την προσθήκη του χαρακτηρισμού ἀρχά (στίχος 700), ο οποίος σημαίνει «διακυβέρνηση, εξουσία», γίνεται φανερό ότι με τη λέξη δήμιονπρέπει να εννοήσουμε εδώ κυρίως την εκτελεστική εξουσία. Η ασάφεια που δημιουργούν οι δύο αφηρημένες έννοιες (δήμιον, ἀρχά. Πβ. και την έννοια του κράτους στο ρήμα κρατύνει) έχει ως συνέπεια να μην ξεχωρίζει ο βασιλιάς ή η συνέλευση ή το συμβούλιο των γερόντων (667-673), αλλά να περιλαμβάνονται όλοι στο χαρακτηρισμό προμαθὶς εὐκοινόμητις (700): έτσι ο βασιλιάς, μολονότι τυπικά περιλαμβάνεται στην αρχή, στην πράξη είναι απόλυτα ενσωματωμένος σε μια ευρύτερη πλουραλιστική εξουσία (βασιλιάς, συνέλευση του λαού, συμβούλιο γερόντων), η οποία είναι γεμάτη προνοητικότητα (προμαθίς) και επιμέλεια για το κοινό καλό (εὐκοινόμητις).

Την ίδια αίσθηση πλουραλισμού και μαζικής συμμετοχής στον τρόπο άσκησης εξουσίας και λήψης αποφάσεων δίνουν και οι λέξεις πληθύεται(604), πανδημίᾳ (607) και εὐκοινόμητις (700): εδώ στο δεύτερο συνθετικό -κοινό- δεν αποκλείεται να λανθάνει η έννοια που έχει η λέξη «τό κοινόν» σε σύνθετα όπως κοινοτελής και κοινοπολιτεία. Γενικά η λέξη κοινόν σε πολιτικά συμφραζόμενα αναφέρεται στο κράτος, φέροντας συνάμα την ιδέα της ενότητας. Η πολιτική διάσταση των δύο χωρίων που σχολιάστηκαν εδώ (στ. 604, 699-700) αποκαλύπτεται επίσης από το ότι έχουν στενή αντιστοιχία με εκφράσεις που απαντούν στη γνωστή συζήτηση για τα πολιτεύματα στον Ηρόδοτο (3.80-82): πλῆθος ἄρχον (80.6), δῆμος ἄρχων (82.4) – τὸ δήμιον… ἀρχά(699-700), δήμου… πληθύεται (604). Επίσης τὸ πλῆθος… φέρειν τὸ κράτος (81.4) – τὸ δήμιον… κρατύνει (699), δήμου κρατοῦσα (604).

Αληθεύει ότι παραμένει δυσαπόδεικτο το αν ο Αισχύλος γνώριζε πραγματικά το αφηρημένο ουσιαστικό δημοκρατία ή αν την εποχή του υπήρχε μια έκφραση όπως το δῆμος κρατεῖ (ή κάτι παρόμοιο),[2] η οποία εντούτοις περιέγραφε μια μορφή πολιτεύματος, όπου κυριαρχεί ο λαός. Σε μια αξεπέραστη ακόμη και σήμερα μελέτη της λέξης δημοκρατία από γλωσσολογική άποψη ο Debrunner το 1947 απέδειξε ότι η λέξη δημοκρατία ήταν η μόνη δυνατή έκφραση που μπορούσε να περιγράψει την κυριαρχία του λαού. Συντέθηκε υπό την επίδραση των λέξεων μοναρχία και ολιγαρχία. Από τις τρεις λέξεις η μοναρχία φαίνεται ως η αρχαιότερη και είναι γνωστή ήδη από την εποχή του Αλκαίου (απ. 6a 27 Lobel-Page), ενώ χρησιμοποιείται και από τον Αισχύλο (Επτά 881).

Τόσο η μοναρχία όσο και η ολιγαρχία είναι σύνθετα, στα οποία το 1ο συνθετικό αναφέρεται στο υποκείμενο και όχι στο αντικείμενο της εξουσίας. Για την έκφραση της κυριαρχίας του λαού το αντίστοιχο σύνθετο θα ήταν η δημαρχία.[3] Αυτό όμως το σύνθετο χρησιμοποιούνταν ήδη για να εκφράσει την κυριαρχία επί του λαού (βλ. τους Αθηναίους δημάρχους, οι οποίοι ήταν αξιωματούχοι των δήμων της Αττικής). Αυτή η δυσκολία λύθηκε με την επινόηση του ουσιαστικούδημοκρατία.[4] Η λέξη με τη σειρά της δημιούργησε πολλά παράγωγα, όπως π.χ. το επίθετο δημοκρατικός και το παθητικό ρήμα δημοκρατεῖσθαι. ΟDebrunner απέδειξε επίσης ότι ο όρος δημοκρατία αποτελεί ένα τεχνητό κατασκεύασμα (Kunstwort), χωρίς άμεσο γλωσσικό πρόγονο: επειδή δεν υπάρχει η λέξη *κρατία, ο όρος δημοκρατία δεν αποτελεί ένα άμεσο σύνθετο από το δήμος ₊ κρατία, αλλά θυμίζει παρασύνθετες λέξεις όπως η λέξη «φιλολογία», η οποία παράγεται από τον τύπο «φιλόλογος». Συνεπώς θα περιμέναμε την παράλληλη ύπαρξη ενός τύπου «δημοκράτης». Πράγματι, ένας άνθρωπος γεννημένος γύρω στα 470 π.Χ. φέρει σε επιγραφή το όνομα «Δημοκράτης».

Έτσι, οι νεότερες έρευνες τείνουν να δεχτούν ότι στο χωρίο των Ικετίδων πράγματι υπόκειται η λέξη δημοκρατία, η οποία μπορεί να υπήρχε τουλάχιστον από τη δεκαετία 470-460, ενώ δεν υπάρχει ειδικός λόγος που να μας κάνει να αρνούμαστε την ακόμη πρωιμότερη ύπαρξή της:[5] δεν αποκλείεται αυτή την εποχή η λέξη να αποτελούσε ακόμη ένα είδος συνθήματος που το χρησιμοποιούσαν με υπερηφάνεια τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της πόλης.[6] To argumentum ex silentio που θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί είναι πολύ αδύναμο: αν και ο όρος δε χρησιμοποιείται πριν τον Ηρόδοτο ή τον Ψευδο-Ξενοφώντα στην Αθηναίων πολιτεία,[7] πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει διασωθεί η παλιότερη πολιτική πεζογραφία, ενώ η δυσκολία να ενταχθεί η λέξη δημοκρατία στα περισσότερα ποιητικά μέτρα εξηγεί την έλλειψή της από την ποίηση, όπου η παλιότερη μαρτυρία γι’ αυτήν είναι ο στίχος 618 στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη.[8]

[1] Να σημειωθεί εδώ ότι το ρήμα πληθύεται (ή πληθύνεται) χρησιμοποιείται στις επιγραφές για τις συνελεύσεις που συνεκλήθησαν νόμιμα.

[2] Ορισμένοι μελετητές δέχονται ότι η αρχική λέξη που περιέγραφε τη νέα λαϊκή διακυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη ήταν ισονομία. Ωστόσο οι νεότερες έρευνες έδειξαν ότι δεν μπορούμε εύκολα να συνδέσουμε τη λέξη «ισονομία» με τον Κλεισθένη, ενώ, ακόμη κι αν αυτός την χρησιμοποίησε, είναι αβέβαιο το αν ο πολύσημος αυτός όρος μας λέει κάτι σημαντικό για τις μεταρρυθμίσεις του: η σημασία του όρου ταιριάζει τόσο σε αριστοκρατικά συμφραζόμενα, όπου θα σήμαινε «ίση κατανομή δικαιωμάτων» μεταξύ των αριστοκρατών, όσο και σε δημοκρατικά. Πβ. επίσης τους συναφείς όρους ισηγορία, ισοκρατία.

[3] Επίσης υπήρχε η δυνατότητα να είχε σχηματιστεί ένας τύπος πληθαρχία(πβ. Ηρόδ. 3.80.6, πλῆθος ἄρχον. Βλ. όμως 3.81.1, τὸ πλῆθος… φέρειν τὸ κράτος).

[4] Ο τεχνητός χαρακτήρας της λέξης φαίνεται και από το γεγονός ότι η κανονική σημασία του όρου από γλωσσολογική άποψη θα έπρεπε να είναι «κυριαρχία επί του λαού» (die Macht über das Volk besitzend) ή «κατοχή της εξουσίας μέσω του λαού» (durch das Volk die Macht besitzend). Debrunner1947, 13. Παρόλα αυτά η λέξη δηλώνει τελικά το πολίτευμα, στο οποίο την εξουσία έχει ο λαός: “Demokratia ist aber die Staatsform, in der das Volk dieMacht besitzt”.

[5] Ένας από τους ήρωες της μάχης των Πλαταιών είχε το όνομα Δαμοκράτης κατά τον Πλούταρχο, Αριστ. 11.3. Ορισμένοι δέχονται μια πρώτη εμφάνιση του όρου στη δεκαετία 470-460 π.Χ. σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και πιστεύουν ότι κάθε πλευρά χρησιμοποιούσε τη λέξη με διαφορετικό νόημα: οι δημοκρατικοί εννοώντας την ευρεία έννοια όλου του αθηναϊκού λαού στη λέξη δήμος, ενώ οι συντηρητικοί εννοώντας τη στενή έννοια του δήμου ως «οι κατώτερες τάξεις». Άλλοι ανάγουν τη δημιουργία του όρου στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, αλλά πιστεύουν ότι η αρχική σημασία της λέξης δεν ήταν «πολίτευμα, στο οποίο εξουσιάζει ο λαός», αλλά «μορφή διακυβέρνησης μέσω των δήμων». Επίσης για ορισμένους η λέξη δήλωνε αρχικά την κατοχή εξουσίας από ένα άτομο ή μια ομάδα, της οποίας η δύναμη βασιζόταν στην υποστήριξη του πλήθους.

[6] Άλλοι θεωρούν αντίθετα ότι η λέξη δημοκρατία είχε υποτιμητική χροιά εξαρχής και εφευρέθηκε από τους αντιπάλους της με μια έννοια που πλησιάζει πολύ αυτή της «δικτατορίας του προλεταριάτου», γι’ αυτό και δεν την χρησιμοποιεί ο Οτάνης στον Ηρόδοτο 3.80.6. Κατά μια άποψη η έννοια του «κράτους» στις λέξεις δημοκρατία, αριστοκρατία κ.τ.λ έχει την έννοια της ισχύος και του εξαναγκασμού, ενώ το ρήμα ἄρχειν που υπονοείται στις λέξειςμοναρχία, ολιγαρχία παραπέμπει σε μια περισσότερο παραδοσιακή και νομιμοποιημένη εξουσία.

[7] Η Αθηναίων πολιτεία χρονολογείται συνήθως μεταξύ 440 και 420 π.Χ., επομένως είναι περίπου σύγχρονη με το έργο του Ηροδότου.

[8] Η παλαιότερη επιγραφική μαρτυρία για τον όρο είναι η επιγραφή IG I337.49, η οποία χρονολογείται στα 447/6 π.Χ.

Το είδαμε εδώ

Η προσφορά του ελληνικού πολιτισμού στην ανθρωπότητα


Μια απ’ τις πιο μεγαλοφυείς πολιτιστικές επινοήσεις του ανθρώπου είναι το Αλφάβητο και η Γραφή. Η συμβολή της είναι τεράστια στην ταχύτερη ροή του πολιτισμού, αλλά και στην καταπληκτική του εξέλιξη, ιδίως κατά τους τελευταίους αιώνες οπότε συμπληρώθηκε η γραφή με την τυπογραφία. Απ’ τον 19º αιώνα το βιβλίο και το έντυπο έγινε κτήμα όλων των ανθρώπων.

Κι όμως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γνώριζαν τη γραφή από την Ε’ π.Χ. χιλιετία· λίγο μετά οι Σίνοι (Κίτρινη φυλή της ανατ. Ασίας). Οι κάτοικοι γύρω απ’ τον Ινδό ποταμό και γύρω απ’ τον Τίγρη και Ευφράτη (Μεσοποταμία) απ’ τις αρχές της Δ’ π.Χ. χιλιετίας· από την ίδια αυτή εποχή και οι λαοί γύρω απ’ την Ανατολική Μεσόγειο και οι Κρήτες και οι Αιγαίοι και οι Μυκηναίοι.

Παρ’ όλα αυτά φυλαγόταν απόρρητη απ’ τους λίγους, ιερείς, βασιλείς, ανώτατους άρχοντες και μυημένους επί χιλιάδες χρόνια. Λειτουργούσαν κατά τους αιώνες εκείνους μυστηριακές οργανώσεις, ως ιδρύματα με το όνομα: Μυστήρια, Μαντεία, (43 λειτουργούσαν στον ελληνικό χώρο), Ασκληπιεία και κοινά ιερά. Αυτά επί χιλιάδες χρόνια λειτουργούσαν ως κέντρα πνευματικής και ηθικής διαπαιδαγώγησης αλλά και επιστημονικής έρευνας. Από κει προέρχονται οι πρώτες πηγές του ανθρώπινου πολιτισμού.

Τον άθλο της αναζωπύρωσης της ροής του πολιτισμού με τη μεταφορά της μάθησης και της γραφής έξω απ’ τα άδυτα, τον ανέλαβαν πρώτοι και μόνοι οι Έλληνες περί το 1000 π.Χ.

Η ελληνική φυλή προικισμένη από εξαίρετα σωματικά, πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα, μετέτρεψε τη μακρά μυσταγωγική της αγωγή σε δυναμισμό, σε δραστηριότητα και κυρίως σε απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και τη φύση που τον περιβάλλει.

Εισχώρησαν οι ευφυέστεροι απ’ τους Έλληνες, οι Μύστες στα άδυτα του ανθρώπινου εγώ και αποκάλυψαν πολλές πτυχές του και τις αποτύπωσαν στα απαράμιλλα ποιητικά δημιουργήματα και στα αιώνια πρότυπα του πεζού λόγου· απ’ αυτούς έγινε ιεράρχηση των Αξιών πάνω στις οποίες έπρεπε να βασίζεται και να οργανώνεται η ζωή των ανθρώπων: Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Ευσέβεια, Πατρίδα, Οικογένεια, Πολιτεία, Νόμοι. . .).

Χάρισαν οι Έλληνες στην ανθρωπότητα τη βασίλισσα των επιστημών, τη Φιλοσοφία αφού ίδρυσαν και κόσμησαν το θρόνο της με τα εκλεκτότερα πνευματικά επινοήματα.

Στράφηκε έπειτα η ευαίσθητη ελληνική ψυχή προς το περιβάλλον τη φύση. Τη θαύμασε· ενθουσιάστηκε· αποτύπωσε τον ένθεο ενθουσιασμό της στα αριστουργήματα της τέχνης· τους περίφημους αυτούς κανόνες αρμονίας, συμμετρίας, ρυθμού, μέτρου. Μελέτησαν οι Έλληνες τη διφυή φύση των όντων, την Αισθητή και Νοητή και άνοιξαν το δρόμο προς την επιστημονική έρευνα.

Το ψυχικό όμως μεγαλείο των Ελλήνων και η ζώσα αγάπη στον άνθρωπο εκδηλώθηκε με το να μη κρατούν απόρρητα, όπως λ.χ. οι Αιγύπτιοι, τα πνευματικά επιτεύγματα, τα ηθικά βιώματα και τα καλλιτεχνικά αριστουργήματά τους αλλά να τα προσφέρουν, να τα διαδίδουν, να τα επιβάλλουν ως κτήμα όλων, αδιακρίτως όλων, αυτών που μπορούν να τα δεχτούν, να τα κατανοήσουν και να συγκινηθούν.

Έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται, η χρονική περίοδος από του 1000 ή 1100 και μέχρι περίπου του 700 π.Χ. από τους ειδικούς, (αρχαιολόγους, ιστορικούς, φιλόλογους) Έλληνες και ξένους, ως “Μεσαίωνας” της αρχαιότητας “Σκοτεινοί Χρόνοι” και με άλλους βαριούς χαρακτηρισμούς.

Όπως, από όσα εκθέτουμε παρακάτω καταδεικνύεται, πρόκειται για πλάνη· για ιστορική ανακρίβεια. Η περίοδος αυτή ανήκει σε μια απ’ τις πιο σημαντικές, τις περισσότερο παραγωγικές, όχι μόνο της ελληνικής ιστορίας αλλά και της ανθρωπότητας.

Είναι περίοδος προπαρασκευής, καλλιέργειας, σποράς, αναμονής βλάστησης του γιγαντόκορμου δέντρου με την πλούσια άνθηση και τους χυμώδεις καρπούς “του Χρυσού Αιώνα του Περικλή”. Γιατί όσο πιο άφθονη η παραγωγή, τόσο μικρότερη η προετοιμασία· κανένα θαύμα· φυσικό ξεχείλισμα πολιτισμού μέχρι και τον Πλάτωνα από το 700 π.Χ. περίπου, με ισόχρονη περίοδο που προηγήθηκε, αναγκαία για τη συρροή των όσων παραγόντων απαιτούντο.

Το κέντρο της ύψιστης ακμής το κατέχει ο Πλάτων, ο οποίος χαρακτηρίζεται επιγραμματικά από το μαθητή του Αριστοτέλη ως “προτέρημα φύσεως” (= γεννημένη μεγαλοφυΐα), ο οποίος ευτύχισε να γεννηθεί και να ενηλικιωθεί κατά το τελευταίο τέταρτο του Ε’ και να δράσει κατά το πρώτο μισό του Δ’ π.Χ. αιώνα.

Περί το 1000 ή 1100 π.Χ. χρονολογία – ορόσημο της Ελληνικής και πανανθρώπινης ιστορίας – άρχισε η προετοιμασία για την έκτακτης δημιουργικότητας πολιτιστική άνθιση κατά τους ΣΤ’ Ε’ και Δ’ π.Χ. αιώνες.

Αξιοθαύμαστο γεγονός και ανεξήγητο φαινόμενο, κυρίως για τους Ανατολικοασιάτες, παρουσιάζεται “ο Χρυσούς αιών του Περικλέους” όπως αποκαλείται η παραπάνω περίοδος. Να ένα παράδειγμα:

Ο διάσημος Ιάπωνας καθηγητής Hide ki Yukawa (του πανεπιστημίου του Κιότο, βραβείο Νόμπελ 1949, μέλος της Ακαδημίας της Ιαπωνίας από το 1946), μιλώντας από την Πνύκα κατά τη συνάντηση των Αθηνών (των σοφών) την 5η Ιουνίου 1964, είπε στην αρχή:

“Ως φυσικός έχω πλήρη συναίσθηση του χρέους μου προς τους Έλληνες, οι οποίοι εγκαινίασαν τον μεγάλο σκοπό να αποκαλύψουν την αλήθεια, που είναι κρυμμένη βαθιά μέσα στη Φύση”, (στη γλώσσα των Σίνων η αντίστοιχη λέξη “Φύση” σημαίνει: “αυτό το οποίο είναι έτσι από τον εαυτό του, όπως είναι). Αφού τόνισε έπειτα ότι, από πέντε ετών ο παππούς του κι ο πατέρας του (καθηγητής κι εκείνος του πανεπιστημίου του Κιότο), άρχισαν να του διδάσκουν τα κλασικά κινέζικα κείμενα των μαθητών του Κομφούκιου (551 – 479 π.Χ.). Δέκα τριών ετών πήρε απ’ τη βιβλιοθήκη του πατέρα του και διάβασε βιβλία περί Ταοϊσμού του Λάο Τσε και του Τσουάγκ Τσε (365 – 290 π.Χ.) και συνεχίζει: “βαθιά ήταν η εντύπωση που δέχτηκα απ’ τη φιλοσοφία τους για την αρχαία Ελλάδα”. Τον Δ’ π.Χ. αιώνα, βεβαιώνει ο Ιάπωνας καθηγητής ήταν γνωστή στην Κίνα η ελληνική φιλοσοφία. Ο Τσουάγκ Τσε, νεότερος απ’ τον Πλάτωνα, 65 περίπου χρόνια, σε ακμή ηλικίας όταν ο Μ. Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό. “Με τέτοιο υπόβαθρο, λέει ο Ιάπωνας, μπήκα στον κόσμο της σύγχρονης επιστήμης, η οποία βασιζόταν στην κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων. Από τότε και από καιρό σε καιρό με καταδίωκε ένα ερώτημα το οποίο με καταδιώκει ακόμη. Το ερώτημα είναι: “γιατί η επιστήμη έφτασε στο υψηλό της επίπεδο αρχίζοντας μόνο από την Ελλάδα και όχι από πουθενά αλλού;”. . . “από κάποια αιτία, η αρχαία Κίνα δεν μπόρεσε να παρουσιάσει έναν τέτοιο τύπο μεγαλοφυΐας όπως ο Πυθαγόρας και ο Δημόκριτος. . . ο Πυθαγόρας ο οποίος συνέλαβε τους φυσικούς νόμους ως απλές και ορισμένες σχέσεις μεταξύ αριθμών και ο Δημόκριτος, ο οποίος σκέφθηκε την ύπαρξη των αόρατων μικρών ατόμων μαζί με την αφηρημένη έννοια του κενού”.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ιάπωνας σοφός, Yukawa, πήρε ικανοποιητική απάντηση εδώ στην πόλη των φώτων, την Αθήνα, απ’ τους Έλληνες σοφούς συναδέλφους του. Για μας τους Έλληνες δεν υπάρχει ερώτημα, υπάρχει κανονική ροή πολιτιστικής εξέλιξης· η ροή έχει συνοπτικότατα ως εξής:

Περί το 1000 π.Χ. κατά το μέσο μιας απ’ τις μεγαλύτερες αποικιακές μετακινήσεις των Ελλήνων, (δεν είναι η πρώτη, προηγήθηκαν πολλές άλλες) άρχισαν να συντελούνται πνευματικές, πολιτικές, κοινωνικές, συναισθηματικές, οικονομικές αλλαγές τέτοιας και τόσης σημασίας ώστε να δοθεί νέα κατεύθυνση στη ροή όχι μόνο του ελληνικού, αλλά και του πανανθρώπινου πολιτισμού. Δεν αρχίζει “μεσαίωνας” αλλά προπαρασκευή.

Γιατί από το 1000 π.Χ. περίπου άρχισε η διάδοση της γραφής για πρώτη φορά. Αν και χιλιάδες χρόνια πριν επινοήθηκε, παρέμενε ως αυστηρά απόρρητη στα Μυστήρια και στα Ανάκτορα.

Από το 1000 περίπου πρώτοι οι Έλληνες, την έθεσαν σε κοινή χρήση. Το φως του νου, η εκπαίδευση βγαίνουν από τα άδυτα· μια ευφυέστατη επινόηση μπαίνει στην υπηρεσία των ανθρώπων, των πολιτών και όχι των νομιζόμενων εκλεκτών και μόνο, για την απροσμέτρητη ωφέλεια της ανθρωπότητας. Η πείρα, οι γνώσεις, η σοφία, οι επινοήσεις, τα παραδείγματα, κάθε πνευματικό και ηθικό αγαθό δεν χάνεται αλλά διατηρείται πηγαίο και διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά.

Με τη γραφή συσσωρεύονται γνώσεις· καλλιεργείται η σκέψη· οξύνεται ο νους· αφυπνίζεται η φιλομάθεια· προκαλείται η φιλοσοφική διάθεση· η παρατήρηση, η έρευνα, η μελέτη, η διείσδυση στα άδυτα της αλήθειας αξιοποιούνται· ανοίγει ο δρόμος συστηματικής άμιλλας για επιστημονική εργασία σε μεγάλο πλήθος ταυτόχρονα, ευφυών φιλομαθών ερευνητών της αλήθειας.

Η θεοκρατική βασιλεία καταργείται· διατηρήθηκε στη χώρα του Ήλιου, του Yukawa· στην Κίνα μέχρι τον προηγούμενο αιώνα. Καταργείται η θεοκρατική βασιλεία, η μονολιθική, η αυταρχική, η συγκεντρωτική, η θεοποιημένη: ως εξουσία, ως νόμος, ως αρετή, ως πηγή γνώσης, ως παράδειγμα, ως ζωή και εκθρονίζεται από το νομιζόμενο απροσπέλαστο θρόνο πρώτα απ’ τους Έλληνες. Αντικαθίσταται από άρχοντες πλησιέστερους στο πλήθος για να καταλήξει στους εκλεγμένους απ’ το ίδιο το πλήθος.

Η πολιτειακή αυτή αλλαγή οδήγησε σε πολύ ευεργετικά αποτελέσματα· άνοιξε νέους ευρύτατους ορίζοντες στην ανθρώπινη δράση· καταργεί θεσμούς παμπάλαιους οι οποίοι καταδυνάστευαν το σώμα και το πνεύμα των ανθρώπων. Αφήνεται ελευθερία στις σκέψεις, στους λόγους, στη δράση· σφυρηλατούνται νέοι θεσμοί, αρχές, αξιώματα, μέθοδοι, κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικές προσφορές και κατάλληλες για την καθιέρωση προοδευτικών εκπολιτιστικών στοιχείων.

Στην πολιτειακή και κοινωνική αυτή αλλαγή συντέλεσαν οι γνωστοί απ’ τον Όμηρο και Ησίοδο μέχρι τον Πλάτωνα, μεγάλοι Έλληνες νομοθέτες, σοφοί, ποιητές, ιστορικοί, καλλιτέχνες.

Διευρύνεται ο ελληνικός χώρος σ’ όλα τα παράλια της Μεσογείου, Μικράς Ασίας, Ευξείνου, Θράκης, Μακεδονίας, Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (Μεγάλη Ελλάς), Μασσαλίας (Γαλλίας), Β. Αφρικής. Η εμπορική και ναυτιλιακή κυριαρχία και θαλασσοκρατία των Ελλήνων κατά την εποχή αυτή στη Μεσόγειο συσσώρευσαν στην ελληνική φυλή πλούτη, υλικά αλλά και πείρα και μάθηση και συναίσθηση της υπεροχής τους και ορμή για εξαίρετη δημιουργική δράση.

Η πνευματική ακινησία, η δουλοπρέπεια, η δεισιδαιμονία, η άγνοια και η αμάθεια, η τυπολατρία, η λατρεία του θεού στο πρόσωπο του βασιλιά έπαψαν. Πήραν τη θέση τους και μπήκαν στην υπηρεσία του εγώ, το φως του νου για την έρευνα και την αποθησαύριση της γνώσης, η ελευθερία, η λατρεία της θεότητας όχι δι’ αντιπροσώπου δηλ. του βασιλιά, σπανιότατα στο “μέγαρο ανδρών” όπως πριν το 1000 π.Χ. περίπου, αλλά σε μεγαλοπρεπείς ναούς με τη συμμετοχή όλων “ελευθέρα βουλήσει και εν ισότητηι”· ο νόμος δεν είναι δώρο και συγκατάθεση και κρίση του ενός, αλλά θέληση και διασφάλιση και συμφέρον και προστασία του συνόλου.

Η αλλαγή αυτή, την οποία σε λίγες γραμμές εκθέσαμε, συντελέστηκε στην αρχή με βραδύτητα, έπειτα εκ των άνω σαν ξεχείλισμα, σαν συνέπεια μακράς προπαρασκευής και απ’ τη μάθηση και πείρα που συσσωρεύτηκαν κρίθηκε αναγκαία η διοχέτευση απ’ τα περισσεύματα, τρόπον τινά και στους πολλούς.

Ο μυθικός θάνατος του τελευταίου βασιλιά της Αθήνας, του Κόδρου (χρονικά τοποθετείται λίγο πριν το 1000 π.Χ.), που αυτοθυσιάστηκε υπέρ της προόδου, υπέρ των νέων θεσμών, τούτο έχουμε τη γνώμη, ότι σημαίνει· ότι η Αθήνα ανοίγει το δρόμο νέας εποχής και πρόκειται να αποβεί το πνευματικό κέντρο της Ελλάδας και της ανθρωπότητας.

Η αλλαγή έγινε απ’ τα απόρρητα, απ’ τα μυστήρια αφέθηκαν ακτίνες πνευματικού και ηθικού φωτός· ήσαν ικανές να ερεθίσουν ευαίσθητο έδαφος και βλάστησαν εκεί, στο νου των Ελλήνων στοχαστών και άνθησε θεσπέσιο άνθος το οποίο έκοψε ο Πλάτωνας και το μετουσίωσε στο θείο δώρο, τη φιλοσοφία, το ευγενές, το πιο λεπτό και το πιο καλό επίτευγμα της ανθρώπινης διάνοιας.

Μέχρι τον μεγαλοφυή φιλόσοφο αλλά και επιστήμονα Πλάτωνα υπολογίζονται περίπου τετρακόσιοι οι μεγάλοι Έλληνες διανοητές. Πλουσιότατη η ηθική και κυρίως η πνευματική και η καλλιτεχνική παραγωγή τους· και συνεχίζεται η παραγωγή αυτή και κατά τους μετέπειτα αιώνες με τον μεγάλο αρχηγέτη της επιστημονικής έρευνας, τον μαθητή του Πλάτωνα, Αριστοτέλη.

Το είδαμε εδώ

Xάρτης που περιλαμβάνει τις αρχαίες Ελληνικές αποικίες μέχρι τον 2ο αιώνα π.χ.


Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ είχαν καταγραφεί από τους γεωγράφους της αρχαιότητας πάνω από 1500 Ελληνικές πόλεις και αποικίες στις περιοχές της Μεσογείου, Ελληνικής Χερσονήσου ( Βαλκάνια), Ευξείνου Πόντου, και Βόρειας Αφρικής!!!

Μάλιστα οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις αναφέρουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φτάσει συνολικά τον 3ο αιώνα π.Χ κοντά στα 20.000.000! Η Αθήνα στο απόγειό της είχε πληθυσμό κοντά στις 500.000 κατοίκους ενώ μόνο η Σικελία έφτασε μέχρι και τους 1.000.000 Έλληνες! Γιάυτό άλλωστε και εκείνη η περιοχή ονομαζόταν ''Μεγάλη Ελλάδα'', επειδή έφτασε να έχει πληθυσμό Ελλήνων μεγαλύτερο από την κυρίως Ελλάδα!

Μπορεί σήμερα η Ελλάδα να έχει περιοριστεί στα σημερινά της σύνορα, όμως η αρχαία κλασσική Ελλάδα αδιαμφισβήτητα ήταν η κοσμοκράτειρα δύναμη του τότε κόσμου.

Οι θαλασσοπόροι και ποντοπόροι Έλληνες είχαν καταφέρει να αποικίσουν σε παρθένες τότε περιοχές περισσότερες από 1500 πόλεις σε κάθε γωνία του τότε γνωστού κόσμου!

Ποτέ δεν επέλεγαν τυχαία τα σημεία οπού θα έκτιζαν τις νέες αποικίες...Πάντοτε είχαν συγκεκριμές οδηγίες από τα ιερατεία των μητροπολιτικών πόλεων για το πού και πως θα κτίσουν τη νέα πόλη.

Κάθε καινούρια Ελληνική πόλη έπρεπε οπωσδήποτε να είχε τείχη, στρατώνες, ναό στον πολιούχο θεό, αγορά, σχολεία ή ακαδημίες,  θέατρα, ωδεία,  γυμνάσια, αποθήκες, εργαστήρια, υδραγωγεία, λουτρά, αποχετευτικό σύστημα αλλά και να είναι οπωσδήποτε χτισμένη με καλαισθησία και αρμονια με το περιβάλλον!

Αυτοί ήταν οι αρχαίοι Έλληνες!  Ανήσυχα πνεύματα, δημιουργικοί, εφευρετικοί, λεπτολόγοι με υψηλό το αίσθημα της φιλοπατρίας,  και φυσικά πραγματικά προοδευτικοί! 

Από αυτούς σήμερα πρέπει να αποκτήσει όραμα και η νέα γενιά για να ξαναποκτήσει και πάλι η Ελλάδα την θέση που της αξίζει στο παγκόσμιο στερέωμα!

Το είδαμε εδώ