BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο αρχαίος ερωτικός μύθος του Άδωνη και της Αφροδίτης


Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνη και της Αφροδίτης. Ο μύθος είναι πολύ γνωστός. Ενέπνευσε μάλιστα και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν ύμνους σ’ αυτόν τον έρωτα.

Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνης βγήκε για κυνήγι στο δάσος. Εκεί όμως τον παραφύλαγε ο θεός Άρης ο προηγούμενος εραστής της Αφροδίτης που ζήλευε τον Άδωνη αφού η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου.

Ο Άρης μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνη και τον πλήγωσε θανάσιμα. Η Αφροδίτη άκουσε τα βογκητά του Άδωνη και έσπευσε να τον βρει. Όμως ήταν πια αργά.

Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή. Από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι.

Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο. Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά.

Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του.

Θα ήταν παράληψη αν δεν αναφέραμε ότι υπάρχει και λουλούδι με το όνομα Άδωνης το οποίο μάλιστα έχει και φαρμακευτικές ιδιότητες.

Άδωνης- Αγριοπαπαρούνα

Το λουλούδι που αναφέρει ο μύθος είναι η γνωστή σε όλους μας παπαρούνα των λιβαδιών με το υπέροχο κόκκινο χρώμα (Το αίμα του Άδωνη).

Το είδαμε εδώ

Γοργόνες - Μέδουσα - Γοργόνεια


Οι γοργόνες ήταν κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, μιας και ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς. Η Σθενώ παράγεται από το ρήμα σθένω, που σημαίνει είμαι δυνατός, έχω ισχύ. Η λέξη σθένος βέβαια χρησιμοποιείται και σήμερα. Η Σθενώ συμβόλιζε τη δύναμη της θάλασσας και δεν αναφέρεται σε κανένα προσωπικό της μύθο. 

Η Ευρυάλη παράγεται από το ευρύς και το αλς (γεν. αλός) και σήμαινε τη πλατιά θάλασσα. Μαζί με τη Σθενώ συμβόλιζαν την δύναμη και την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ούτε κι αυτή αναφέρεται σε προσωπικούς της μύθους και ίσως να έχει δίκιο η Jane Harisson (Prolegomena to the Greek Religion 87), που λέει ότι η τριαδική εμφάνιση των γοργόνων είναι απλώς η τάση να εμφανίζονται οι θεότητες σε τριάδες, όπως οι Ώρες, οι Χάριτες, οι Μοίρες, κ.α. και επομένως ίσως οι δύο εκ των τριών να αποτελούν μια προσθήκη μεταγενέστερη, η οποία όμως είναι τόσο παλιά ώστε να είναι γνωστή στον Ησίοδο. 

Η Τρίτη γοργόνα, η Μέδουσα, είναι η κυρίως γοργόνα γύρω από την οποία πλέκονται οι διάφοροι μύθοι. Το όνομά της παράγεται από το ρήμα μέδω που σημαίνει άρχω, κυβερνώ, κυριαρχώ, προστατεύω. Ο δε μεδέων ήταν ο προστάτης, ο φύλακας, ο κυρίαρχος (“ώ φίλοι, Αργείων ηγήτορες ηδέ μέδοντες”). Άρα Μέδουσα σήμαινε τη βασίλισσα, την προστάτιδα, αυτή που είχε οριστεί να φυλάει κάτι. Ο χαρακτηρισμός μέδων έχει δοθεί πολλές φορές σε θαλάσσιες θεότητες όπως στον Νηρέα, στον Φόρκυ, στον Πρωτέα, στον Τρίτωνα κ.α. Έχουμε δηλαδή μία αρσενική απόδοση της Μέδουσας. 

Απεικονίζονται σαν τρομερά θηρία, με μάτια άγρια, με φίδια για μαλλιά και με την αποκρουστική γλώσσα τους να κρέμεται έξω από το στόμα τους. Βέβαια πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι πρόκειται περί προκατακλυσμιαίων θεοτήτων, κι όπως είναι φυσικό οι πιο σύγχρονες θρησκείες φρόντισαν να τις γελοιοποιήσουν είτε να τις αποδυναμώσουν. Ο Ησίοδος μας λέει ότι οι γοργόνες κατοικούσαν μακριά, στις εσχατιές της νύχτας, πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό, εκεί όπου κατοικούσαν οι Εσπερίδες. Η τοποθέτηση της κατοικίας τους στα δυτικά, αναφέρεται σε
όλους τους μύθους όπως παρατηρεί ο Στράβων. 

Στα “Κύπρια έπη” σαν κατοικία τους αναφέρεται το νησί Σαρπηδόνα, ενώ κατά τον Πλίνιο τοποθετούνται σε κάποιο σύμπλεγμα νησιών που ονομαζόταν Γοργάδες. Στο γεγονός αυτό στηρίζεται και η άποψη ότι τα ονόματα των τριών γοργόνων δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα ονόματα τριών μεγάλων νησιών που βρίσκονταν στο σύμπλεγμα των Εσπερίδων. Τέλος σαν κατοικία τους αναφέρεται και ο Άδης, αν κι εκεί θεωρούσαν πως κατοικούσε μόνο η εικόνα τους. 

Όπως μας αναφέρει ο Ησίοδος, η Μέδουσα ήταν η μόνη από τις γοργόνες που έσμιξε ερωτικά και άφησε απογόνους. Από τον Ποσειδώνα γέννησε, την στιγμή που της έκοβε το κεφάλι ο Περσεύς, τον Χρυσάορα και τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο. Στον Όμηρο, ο οποίος γνωρίζει το μύθο για τη θανατερή δύναμη της κεφαλής της Μέδουσας, αναφέρεται μόνο μία γοργόνα κι αυτή είναι η Γοργώ, αλλά από την περιγραφή της υποθέτουμε ότι εννοεί τη Μέδουσα, η οποία σε μία άλλη εκδοχή ταυτίζεται και με τη θεά Αθηνά. 


Ο Παλαίφατος (Αθηναίος γραμματικό, σύγχρονος του Αριστοτέλη), ταυτίζει τη γοργόνα με την παράσταση ενός χρυσού αγάλματος της Αθηνάς Παλλάδος (1.80 μ.), το οποίο κατασκευάστηκε κατόπιν εντολής του βασιλιά Φόρκυ, που βασίλευε στη Κυρήνη της Β. Αφρικής, στου οποίο το βασίλειο η Αθηνά είχε το προσωνύμιο γοργόνα. Για την σχέση αυτή έχουν δοθεί διάφορες εξηγήσεις και αποσυμβολισμοί. Η θεά ήταν αυτή που οδήγησε το χέρι του Περσέα για να κόψη το κεφάλι της Μέδουσας, το οποίο της έδωσε κατόπιν ο Περσεύς, για να το βάλει στη μέση της ασπίδας της. Για την έχθρα αυτή λέγεται ότι η Μέδουσα καυχήθηκε πως είναι ομορφότερη από την θεά κι αυτή την τιμώρησε μεταμορφώνοντάς τη σε τέρας. 

Θεωρείται λοιπόν από τους ερευνητές, πως η Μέδουσα στην αρχαία προ-ολυμπιακή θρησκεία ήταν ή ίδια η Αθηνά. Είναι πολύ πιθανό κατά τις τελετουργίες να χρησιμοποιούσαν κάποια τελετουργική μάσκα, που σκορπούσε τρόμο και δέος σε όσους την έβλεπαν. Τέτοιες μάσκες γνωρίζουμε πως χρησιμοποιούνταν στη Μινωική και Μυκηναϊκή περίοδο. Αυτή η τελετουργική μάσκα, που μάλλον προϋπήρξε της Μέδουσας, έγινε η αφορμή για να δημιουργηθεί στη συνέχεια μια κεφαλή η οποία είχε την τρομερή δύναμη της μάσκας, με μια αποτρόπαια εμφάνιση. Αργότερα προστέθηκε και σώμα ώστε να γίνει πιο αποδεκτή η ύπαρξη μιας τέτοιας κεφαλής και με την τάση να παρουσιάζονται οι θεότητες σε τριάδες, κατέληξε η αρχική τελετουργική μάσκα στην τριαδική εμφάνιση των γοργόνων. Το σώμα αυτό είχε χάλκινα χέρια και φτερά με τα οποία μπορούσαν να πετούν. 

Είναι λοιπόν πολύ πιθανό, η Μέδουσα να απορροφήθηκε από μια νέα θεά, πιο αποδεκτή στην ολυμπιακή θρησκεία ή η ίδια η Αθηνά να μετεξελίχθηκε και να λατρεύτηκε με πιο ήπια μορφή. Άλλωστε πηγαίνοντας πίσω στο μύθο του Περσέα, έχουμε τη κλασική περίπτωση του ήρωα, που κατορθώνει να σκοτώσει το φοβερό θηρίο και να παραδώσει τη κεφαλή του στη θεά Αθηνά, κι έτσι όλες οι δυνάμεις της Μέδουσας ενσωματώνονται στη καινούργια θεότητα. Όπως αναφέρεται στο Πλούταρχο, στη προσπάθειά του ο Θεμιστοκλής να πείσει τους Αθηναίους για τη σημασία του χρησμού με τα ξύλινα τείχη, πρότεινε ψήφισμα στο οποίο έλεγε να αναθέσουν τη προστασία της πόλης στην Αθηνά Μεδέσουσα. 


Αλλά η Μέδουσα συνδέεται και με την Περσεφόνη. Είναι κι αυτή μια υποχθόνια θεότητα, φοβερή κι αδυσώπητη, που είναι ο τρόμος των ανθρώπων και δεν δείχνει ευμένεια σε κανένα που θα τολμήσει να τη κοιτάξει. Κι όταν ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη, όλες οι σκιές έντρομες παραμέριζαν για να περάσει εκτός της σκιά του Μελέαγρου και της Γοργόνας, που δεν τον φοβόντουσαν. Μήπως όμως και το ίδιο της το όνομα δεν τις συνδέει; Το όνομα Περσεφόνη είναι σύνθετο από το Περσεύς και το φόνος, που σημαίνει δηλαδή “αυτή που φονεύθηκε από τον Περσέα”. 

Σε μια άλλη εκδοχή, οι γοργόνες θεωρούνται θεότητες σεληνιακές, καθώς όλες οι τριαδικές θεότητες ταυτίζονται με τις τρεις όψεις της Σελήνης. Οι Ορφικοί ονόμαζαν τη Σελήνη “Γοργόνος Κεφαλή”, ενώ ο Preller βλέπει στο στρογγυλοπρόσωπο κεφάλι της Μέδουσας την ίδια τη Σελήνη και τον αποκεφαλισμό της τον συμβολίζει με την εξαφάνιση της πανσελήνου. Κατά τον Nilsson ο μύθος του φόνου της Μέδουσας είχε επικρατήσει από τα Μυκηναϊκά χρόνια. 

Εκεί λοιπόν κοντά στις Μυκήνες, υπήρχε μια παράδοση που ήθελε το αποκομμένο κεφάλι της Μέδουσας να είναι θαμμένο στο Άργος, όπου υπήρχε κι ένα τεράστιο λίθινο Γοργόνειο, που έλεγαν πως ήταν έργο των Κυκλώπων. Λίγο πιο πέρα, ο Ασκληπιός θεράπευε με το αίμα της Μέδουσας που είχε τρέξει κατά το φόνο της. Στο μεσαίωνα δημιουργήθηκε ένας νέος μύθος στον οποίο συγχωνεύτηκαν οι αρχαίοι μύθοι των γοργόνων, των σειρήνων με την ωραία φωνή και της Σκύλλας, του τέρατος που άρπαζε τους ναυτικούς και τους έτρωγε. 

Στα νεότερα χρόνια, και σε μια παράδοση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, ο λαός ήθελε την γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε. Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικούς “ζει ο Μ. Αλέξανδρος;”. Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση: “Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει” τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι. 

Στον αποσυμβολισμό του μύθου των γοργόνων, υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι οι τερατώδεις μορφές των γοργόνων συμβόλιζαν τα σκοτεινά νέφη και τα διάφορα φαινόμενα του ουρανού που σχηματίζονταν στον ορίζοντα πάνω από τη θάλασσα και τρόμαζαν όσους τα αντίκριζαν, κι ο αποκεφαλισμός συμβολίζει τη νίκη του ήλιου (Περσεύς) που νικά τις σκοτεινές δυνάμεις. 
Αυτές οι πληροφορίες σχετίζονται με τις αρχαίες πηγές. 

Στη σημερινή εποχή, ένας ερευνητής εν ονόματι Ενρίκο Ματίεβιτς (Enrico Mattievich), τοποθετεί τις γοργόνες στις Περουβιανές Άνδεις στο παλάτι του Τσαβίν ντε Χουαντάρ (Chavin de Huantar) που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.180 μέτρα. Λέει λοιπόν τα εξής: “Στα ερείπια αυτού του παλατιού και στις στοές των μουσείων, μπορούμε να εκτιμήσουμε εξαιρετικά έργα τέχνης, γλυπτά ή εγχάρακτα σε πέτρα όπως τερατώδεις κεφαλές, γοργόνες, κέρβερους και τους απογόνους των υιών του Κρόνου”. Ο Enrico Mattievich αναφέρει την μαρτυρία του Impelloni, ο οποίος ήταν ο πρώτος που το 1926 πρόσεξε την ομοιότητα των Γοργονείων που βρέθηκαν σε σημεία του ευρύτερου ελλαδικού χώρου με αυτά που βρέθηκαν στη Κολομβία και το Περού.

Το είδαμε εδώ

Η κόμη της Βερενίκης


Ανάμεσα στη Μεγάλη Άρκτο και στον αστερισμό της Παρθένου υπάρχει ένας αστερισμός που ονομάζεται «Η κόμη της Βερενίκης».

Η Βερενίκη ήταν κόρη του ηγεμόνα της Κυρήνης της Αφρικής, του Μάγα. Ήταν φημισμένη για την ομορφιά της και ιδιαίτερα για τα πλούσια και μακριά μαλλιά της. Παντρεύτηκε το 246 π.Χ. τον Έλληνα βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πτολεμαίο τον Ευεργέτη. Λίγο μετά το γάμο τους ο Πτολεμαίος έφυγε για μια εκστρατεία στην Συρία.

Ο χωρισμός τους στοίχισε πολύ στη Βερενίκη και η αγωνία για την τύχη του άντρα της την βασάνιζε μέρα και νύχτα. Μια μέρα μπήκε στο ναό της Αφροδίτης και ορκίστηκε στη θεά ότι αν βοηθούσε τον άντρα της να γυρίσει πίσω σώος και νικητής από τον πόλεμο, θα έκοβε τα υπέροχα μαλλιά της και θα τα αφιέρωνε στον βωμό της.


Ο Πτολεμαίος γύρισε πράγματι στην Αλεξάνδρεια σώος και νικητής από τον πόλεμο. Η Βερενίκη, συνεπής στην υπόσχεσή της, έκοψε τα μαλλιά της και τα αφιέρωσε στο ναό της Αφροδίτης. Όμως την επόμενη μέρα συνέβη κάτι τρομερό. Τα μαλλιά της Βερενίκης έγιναν άφαντα από το ναό!

Ο Πτολεμαίος έγινε έξω φρενών! Απειλούσε να σκοτώσει πολύ κόσμο για να μάθει ποιος έκανε αυτή τη μεγάλη και θρασύτατη ιεροσυλία. Και τότε ένας από τους πιο γνωστούς αστρονόμους της εποχής, ο Κόνων ο Σάμιος, αποφάσισε να μεσολαβήσει για να κατευνάσει την οργή του Πτολεμαίου, που μπορεί να τον οδηγούσε σε πράξεις βίας εναντίον αθώων ανθρώπων. Ζήτησε λοιπόν ακρόαση και ο Πτολεμαίος τον δέχτηκε αμέσως στο παλάτι του.


Ο Πτολεμαίος ήταν γεμάτος θυμό και ισχυριζόταν ότι αυτός που έκλεψε τα μαλλιά της γυναίκας του από το ναό ήταν δύο φορές ιερόσυλος, απέναντι στη θεά Αφροδίτη και απέναντι σε αυτόν και στη Βερενίκη. Ο Κόνων τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι δεν τα έκλεψε κάποιος άνθρωπος, αλλά ότι τα πήρε η θεά Αφροδίτη ή κάποιος άλλος από τους θεούς.

Ο Πτολεμαίος όπως ήταν αναμενόμενο, ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις από τον Κόνωνα για το συμπέρασμά του αυτό. Ο Κόνων τον πληροφόρησε λοιπόν, ότι πριν λίγες μέρες που μελετούσε τα αστέρια στον ουρανό, όπως έκανε κάθε βράδυ άλλωστε, ανακάλυψε έναν καινούργιο αστερισμό, που για πρώτη φορά φάνηκε στον ουρανό. Ο αστερισμός αυτός δεν ήταν ζωηρός και τα αστέρια του είχαν απαλό χρώμα, σαν το απαλό χρώμα που έχουν τα μαλλιά της Βερενίκης.


Έβγαλε λοιπόν το συμπέρασμα ότι η Αφροδίτη ή ο Δίας πήρε τα πλούσια μαλλιά της όμορφης γυναίκας του Πτολεμαίου από το βωμό και τα ανέβασε στον ουρανό, όπου θα μείνουν για πάντα άφθαρτα και αθάνατα!

Ο Πτολεμαίος βρήκε λογικό τον συλλογισμό του Κόνωνα και καταχάρηκε που δεν βεβήλωσε ανθρώπινο χέρι τα μαλλιά της γυναίκας του. Κι έτσι, από τότε ο αστερισμός εκείνος που ανακάλυψε πρώτος ο Κόνων ο Σάμιος, ονομάστηκε Η κόμη της Βερενίκης».

Το είδαμε εδώ

Η "καταραμένη" μαντική ικανότητα της Κασσάνδρας


Η Κασσάνδρα, αναφερόμενη και ως Κασάνδρα ή Αλεξάνδρα, είναι μία από τις πιο τραγικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας κόρη του βασιλιά της Τροίας, Πριάμου και της Εκάβης.

Την είχε αγαπήσει ο Απόλλωνας, και εκείνη του υποσχέθηκε να δεχτεί τον ερωτά του, φτάνει να την έκανε μάντισσα που να μη λαθεύεται ποτέ σε ό,τι προέλεγε. 

Όταν όμως εκείνος ανταποκρίθηκε στην επιθυμία της και την προίκισε με το χάρισμα της μαντικής, η Κασσάνδρα πάτησε την υπόσχεση της και αρνήθηκε να του δοθεί. Θυμωμένος ο θεός, επειδή δεν μπορούσε να πάρει πίσω ό,τι μια φορά είχε δώσει, την καταράστηκε να μην πιστεύει ποτέ κανείς άνθρωπος στις μαντείες της, όσο αληθινές και να είναι...

Ο απατημένος θεός, όταν η Κασσάνδρα αρνιέται να του χαριστεί, κρύβει την αγανάκτηση του και της γυρεύει να του επιτρέψει να τη φιλήσει μία μόνο φορά. 'Όταν εκείνη δέχεται, ο Απόλλωνας τηφτύνει στο στόμα και αφαιρεί με τον τρόπο αυτό κάθε πειθώ από τα λόγια της.

Υπάρχουν κάποια ερωτηματικά στην πράξη αυτή του θεού Απόλλωνα. Το σάλιο, όπως κάθε έκκριση του ανθρώπου, έχει, κατά την πρωτόγονη πίστη, την ικανότητα να μεταφέρει από το ένα πρόσωπο στο άλλο ορισμένες ικανότητες, όχι να τις εξουδετερώνει. 

Έπρεπε λοιπόν και εδώ ο θεός φτύνοντας στο στόμα της Κασσάνδρας να της μεταδίδει τη δική του μαντική τέχνη. 

Μία δεύτερη παραλλαγή του Μύθου είναι ότι στην αρχική παράδοση, ο Απόλλωνας να ζητούσε από την κόρη να τον φτύσει αυτή στο στόμα,έτσι η Κασσάνδρα έχανε ό,τι είχε αποκτήσει λίγο πιο πριν. 

Ο Σέρβιος, ο μόνος που δίνει την παραλλαγή αυτή της Κασσάνδρας.

Η συμφωνία της Κασσάνδρας με τον Απόλλωνα, η αθέτηση της υπόσχεσης της και η τιμωρία της, αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Αισχύλο. 

Στον Λυκόφρονα η ηρωίδα παρουσιάζεται φυλακισμένη από τον πατέρα της, που δεν βαστούσε να την ακούει να θρηνεί ακατάπαυστα και να προφητεύει χαλασμούς και θανάτους, είχε δώσει όμως εντολή στο φύλακά της να καταγράφει τα λόγια της.

Μία άλλη παράδοση ερμηνεύει αλλιώς την απόκτηση του προφητικού χαρίσματος από τηνΚασσάνδρα. Την Κασσάνδρα και τον 'Ελενο τους είχε γεννήσει η Εκάβη την ίδια μέρα. 

Όταν κάποτε οι γονείς γιόρταζαν τα γενέθλια των παιδιών τους στο ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, έξω από τις πύλες της Τροίας εκείνα, κουρασμένα όπως ήταν από τα παιχνίδια και τα τρεξίματα όλη μέρα, αποκοιμιούνται μέσα στο ιερό. 

Οι δικοί τους, μεθυσμένοι ύστερα από την ολοήμερη διασκέδαση, όταν φτάνει η νύχτα, σηκώνονται και φεύγουν ξεχνώντας τα. 

Μέσα στο σκοτάδι έρχονται φίδια και γλείφοντας τα αυτιά των παιδιών, τους καθαρίζουν τα αισθητήρια, ώστε να μπορούν να ακούν μυστικές φωνές που οι άλλοι άνθρωποι δεν τις ακούν. 

Το άλλο πρωί αναζητούν τα χαμένα παιδιά οι γυναίκες του παλατιού και όταν τα βρίσκουν ζωσμένα από τα φίδια, βάζουν τις φωνές. Τρομαγμένα τα φίδια εξαφανίζονται σ' ένα άλσος από δάφνες εκεί κοντά. 

'Ετσι τα δίδυμα αδέλφια βρίσκονται από τα παιδικά τους χρόνια κιόλας προικισμένα με το χάρισμα της μαντικής. Η Κασσάνδρα θα προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία. Από την άλλη, ο Έλενος το έπραττε ερμηνεύοντας τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). 

Η κατάρα συνοδεύει την Κασσάνδρα σε όλη της τη ζωή. Κάθε τόσο προβλέπει καταστροφές για την πατρίδα της - όταν γεννιέται ο Πάρις, όταν οι γονείς του τον ξαναβρίσκουν, όταν ο Πάρις φεύγει για τη Σπάρτη, όταν οι Τρώες αποφασίζουν να σύρουν μέσα στο κάστρο τους τον Δούρειο 'Ιππο -, της μοίρας της όμως είναι κανένας να μη δίνει σημασία στα λόγια της. 

Η πρώτη από τις συγκεκριμένες προφητείες της Κασσάνδρας που αναφέρονται από τις πηγές ήταν ότι ο Πάρις θα έφερνε καταστροφή στην πόλη, όταν αυτός επέστρεψε για πρώτη φορά στην Τροία, χωρίς να είναι γνωστή η πριγκιπική του ιδιότητα. 

Αργότερα, όταν έφερε και την Ωραία Ελένη στην πόλη, η Κασσάνδρα είπε πως η απαγωγή αυτή θα προκαλούσε τον αφανισμό της Τροίας, αλλά κανένας δεν την πίστευε. Η Κασσάνδρα ήταν η πρώτη που γνώριζε ότι ο πατέρας της επέστρεφε από τον Αχιλλέα με τη σορό του Έκτορα. 

Η Κασσάνδρα και ο Λαοκόωνπροσπάθησαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους Τρώες να μη βάλουν μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο. Η Κασσάνδρα τους είπε μάλιστα ότι το ξύλινο εκείνο άλογο ήταν γεμάτο με οπλισμένους εχθρούς, αλλά και πάλι δεν έγινε πιστευτή.


Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς. Εκεί έφθασε ο Αίας ο Λοκρός, ο οποίος διέπρεψε στον πόλεμο εναντίον των Τρώων. Καθώς οι Αχαιοί ορμούν στο εσωτερικό της πόλης, ο Αίας μπαίνει στο ναό της Αθηνάς..

Εκεί η Κασσάνδρα που περιγράφεται από τονΌμηρο ως η «καλλίστην πασών» ζητά προστασία από τη θεά,από το ξόανό της, Ο Αίας την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείστηκε από τη βάση του. Ο Αίας την ατίμασε μέσα στον ναό. Οι άλλοι Έλληνες που το είδαν αυτό αγανάκτησαν από τη φοβερή ιεροσυλία.

Το ατίμασμα της μάντισσας Κασσάνδρας κάνει το ξόανο της θεάς Αθηνάς να ζωντανεύσει και να στυλώσει τα μάτια της στον ουρανό. Οι Αχαιοί για να την εξευμενίσουν αποφασίζουν να προχωρήσουν στο λιθοβολισμό και το θάνατο του Αίαντα αφού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάσουν την προστασία της θεάς.

Εκείνος όμως καταφέρνει προσωρινά να γλυτώσει με ικεσίες στο βωμό της Αθηνάς.

Μετά το τέλος του τρωικού πολέμου οι Λοκροί ξεκινούν το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Η ακόλαστη όμως πράξη του Αίαντα δεν έχει ξεχαστεί από τη Θεά Αθηνά η οποία με κεραυνούς βυθίζει το πλοίο. 

Κατά την επιστροφή στην Λοκρίδα, ξέσπασε καταιγίδα κοντά στην Εύβοια και ο Αίας σώθηκε πάνω σε έναν βράχο λέγοντας προς τους θεούς ότι θα επιβιώσει παρά την θέληση τους. 

Τότε ο Ποσειδώνας προσβεβλημένος από την αλαζονεία του, διέλυσε τον βράχο με την τρίαινα του και ο Αίας χάθηκε.

Οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων, οπότε η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε σφοδρά. Είναι πιθανό ότι η Κασσάνδρα απέκτησε δύο γιους με τον Αγαμέμνονα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα. 

Τελικώς η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. 

Στην Ιλιάδα η Κασσάνδρα μνημονεύεται ως μνηστή του Οθρυονέα από την Κάβησο, που, αντί για άλλες προσφορές στον Πρίαμο για να του δώσει την Κασσάνδρα, είχε υποσχεθεί να διώξει τους Αχαιούς από την Τροία, σκοτώνεται όμως, μόλις φτάνει, από τον Ιδομενέα. 

Παρουσιάζεται ακόμα στην τελευταία ραψωδία να βλέπει πρώτη τον Πρίαμο να γυρίζει από το στρατόπεδο των Αχαιών φέρνοντας πίσω το πτώμα του 'Εκτορα . 

Τίποτα δεν δείχνει πως ο Όμηρος γνώριζε τις προφητικές ικανότητες της ηρωίδας. Και η Οδύσσεια, παρόλο που ομιλεί για τον τραγικό θάνατό της από το χέρι της Κλυταιμνήστρας , δεν φαίνεται να ξέρει την Κασσάνδρα ως μάντισσα. 

Για πρώτη φορά στα «Κύπρια» τη βλέπουμε να κατέχει το χάρισμα της μαντικής, καθώς προειδοποιεί τον πατέρα της για τους κινδύνους που απειλούν την Τροία από την επίσκεψη του Πάρη στον Μενέλαο της Σπάρτης (Κύπρια, Πρόκλος 7). 

Μεταγενέστερες μαρτυρίες (Απολλόδωρος, Επιτομή 5, 17) την παρουσιάζουν ναι παλεύει του κάκου να εμποδίσει τους Τρώες να πιστέψουν στον Σίνωνα και να μεταφέρουν τον Δούρειο 'Ιππο μέσα στο 'Ιλιο. Ο Πίνδαρος την ονομάζει μάντιν κόραν (Πύθια 11, 33).

Στη σύγχρονη εποχή έχουν επικρατήσει από τον παραπάνω μύθο, ιδίως μάλιστα στον ελληνικό πολιτικό λόγο, εκφράσεις όπως «θα διαψευσθούν οι ποικιλώνυμες Κασσάνδρες» ή «μην ακούτε τις Κασσάνδρες», κλπ.. 

Αυτές οι εκφράσεις είναι λογικά αναντίστοιχες προς τον αρχαίο μύθο, αφού όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας αποδεικνύονταν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν.

Το είδαμε εδώ

Το αθάνατο νερό της Στύγας

Το νερό, πηγή και σύµβολο ζωής, έγινε από τα πανάρχαια χρόνια αντικείµενο λατρείας όλων των πρωτόγονων λαών.

Όποιες και αν είναι οι πολιτισµικές τους δοµές, το νερό αποτελεί αστείρευτη πηγή δύναµης και ζωής: καθαρίζει, θεραπεύει, ανανεώνει και διασφαλίζει την αθανασία. Η αθανασία και η αιώνια ζωή ήταν το μεγάλο όνειρο του ανθρώπου από τους αρχαίους χρόνους, η λαχτάρα του αυτή τον έκανε να ψάχνει αλλά και να συνεχίζει μέχρι σήμερα να ερευνά για το ελιξίριο της αθανασίας.

Για τους αρχαίους Έλληνες το πιο ονομαστό ελιξίριο ήταν τα νερά της Στυγός. Αλλά και το νερό που δίνανε όρκο οι θεοί.

Η Στύγα ήταν µια φοβερή θεότητα, η μεγαλύτερη κόρη του Ουρανού και της Τηθύος, που έμενε στα τάρταρα, στην παγωνιά, απομονωμένη από τους άλλους θεούς που δεν τη συμπαθούσαν. Από τα Τάρταρα που πίστευαν ότι εκεί ήταν και οι πύλες του Άδη, πηγάζει ο ποταμός Κράθης, στο όρος Χελμός της Αχαΐας.

Τα ύδατα της Στυγός συνδέθηκαν με θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες, όπως αυτές από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις Ορφικές δοξασίες για τη μετενσάρκωση. Η δύναμη και η θερμοκρασία του νερού ήταν τέτοια που λέγανε ότι, το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγεία έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ' αυτό, αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός, και το κεχριμπάρι, μόνον οι οπλές των αλόγων που δεν είχαν πέταλα άντεχαν, γι' αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα φτιαγμένα από οπλή αλόγου.

Η Ψυχή ψάχνοντας να βρει το ταίρι της, τον Έρωτα, υποχρεώθηκε από την Αφροδίτη να κουβαλήσει νερό από τη Στύγα. Στα νερά αυτά «βάφτισε» τον Αχιλλέα η μητέρα του η Θέτις και έγινε άτρωτος και αθάνατος, εκτός από την φτέρνα του που δεν βράχηκε η "Αχίλλειος πτέρνα" και τον βρήκε εκεί το θανατηφόρο βέλος του Πάρη στην Τροία.

Τα νερά της Στυγός, ανάβλυζαν από την ιερή πηγή της. Το ένα δέκατο από αυτά τα νερά ήταν προορισμένο για τον όρκο των θεών '' Τα άλλα εννιά φιδώνουν ολόγυρα στη γη και ύστερα, χύνονται στη θάλασσα σχηματίζοντας  ρουφήχτρες, και το νερό που πέφτει από το βράχο είναι για τιμωρία των θεών''.

Ο Δίας όρισε να δίνονται στα δικά της νερά οι πιο φοβεροί όρκοι των θεών και των ανθρώπων. Κάθε φορά που κάποιοι  θεοί κατηγορούνταν για ψευτιά, ο Δίας έστελνε την Ίριδα να φέρει νερό από τη µυστηριώδη αυτή πηγή. Πάνω από το νερό οι κατηγορούµενοι τρέµοντας ορκίζονταν.

Οι επίορκοι θεοί τιµωρούνταν µε πολύ βαριές ποινές. Για ένα χρόνο έµεναν άφωνοι και µαραζωµένοι, χωρίς αµβροσία και νέκταρ. Επιπλέον, για άλλα εννέα χρόνια αποµονώνονταν από τους άλλους θεούς και έχαναν τα προνόµιά τους, εκτός από την αθανασία τους. Φρικτές τιµωρίες επίσης περίµεναν και τους θνητούς που θα παρέβαιναν τον όρκο τους στα νερά της Στύγας.

Ο Όμηρος παρουσιάζει την Ήρα να λέει "μάρτυράς μου η γη κι ο πλατύς ουρανός που απλώνεται πάνω από τα κεφάλια σας και η Στύγα που τα νερά της κυλούν από ψηλά μέσα στη γη". Ο Ησίοδος την περιγράφει ως "πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού με τη γοργή φυρονεριά, τη μισητή από τους αθάνατους, την τρομερή τη Στύγα''. Όταν κάποιος θεός  έπρεπε να αποδειχθεί ότι έλεγε ψέματα ή αλήθεια, τότε έπρεπε να πιει νερό το Στύγιον ύδωρ.

Έστελνε ο Δίας την Ίριδα στην Στύγα να φέρει νερό σε ένα σταμνί, από οπλή του μεγαλύτερου αλόγου. Έλεγαν πως κανένα ζωντανό ον δεν επρόκειτο να ζήσει εάν έπινε από το νερό αυτό.

Κατά τον Παυσανία ο Μέγας Αλέξανδρος δηλητηριάστηκε από το Στύγιο Ύδωρ, αφού το ήπιε, ενώ οι αδερφές του, λούστηκαν με αυτό το νερό και έγιναν αθάνατες.

Το είδαμε εδώ



Οι Ερινύες της Ελληνικής μυθολογίας


Οι Ερινύες στην Ελληνική μυθολογία ήταν μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντάς έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας Oρέστειας του Αισχύλου.

Στη συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, για το φόνο της μητέρας του. 

Λέγεται κατά μεν τον Ησίοδο ότι οι Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού, προκειμένου να εκδικηθεί ο ίδιος τον ευνουχισμό του από τον ίδιο του το γιο τον Κρόνο, κατά δε τον Αισχύλο ότι αυτές ήταν κόρες της Νύκτας και κατά τον Σοφοκλή κόρες της Γης και του Σκότους, ενώ ακολουθούν και άλλες γνώμες. 

Ο αριθμός τους δεν είναι ακριβής, ο Όμηρος δεν γνωρίζει αριθμό αυτών, ο Αισχύλος εισάγει ολόκληρο χορό Ερινύων, αντίθετα ο Ευριπίδης σ΄ ένα δράμα του αναφέρει τρεις, με ονόματα που έδωσαν μεταγενέστεροι όπως ο Βιργίλιος που επίσης αναγνωρίζει τρεις:

την Αληκτώ (ανθρωπομορφισμός της οργής και μανίας),

την Μέγαιρα (ανθρωπομορφισμός του μίσους και του φθόνου) και

την Τισιφόνη (ανθρωπομορφισμός της εκδίκησης φόνου).

Αληκτώ

Η Αληκτώ (Αρχαία Ελληνικά: Αληκτώ) είναι μία από τις Ερινύες στην ελληνική μυθολογία. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν η κόρη της Γαίας που φύτρωσε από το αίμα που χύθηκε από τον Ουρανό όταν ο Κρόνος τον ευνούχισε. Είναι αδελφή της Τισιφόνης και της Μέγαιρας. Η Αληκτώ είναι η Ερινύα με την αποστολή της τιμωρίας των ηθικών εγκλημάτων (όπως ο θυμός), ειδικά αν στρέφονται εναντίον άλλων ανθρώπων. Η εξουσία της είναι παρόμοια με της Νέμεσης, με τη διαφορά ότι η εξουσία της τελευταίας είναι να τιμωρεί εγκλήματα εναντίον των θεών. Η Αληκτώ αναφέρεται στην Αινειάδα του Βιργιλίου, και επίσης στη Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση) ως μία από τις τρεις Ερινύες.

Ο αστεροειδής 465 Αληκτώ (Alekto), που ανακαλύφθηκε το 1901, πήρε το όνομά του από την Ερινύα αυτή.

Μέγαιρα

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μέγαιρα (δεν πρέπει να συγχέεται με τη Μεγάρα) είναι γνωστή η μία από τις Ερινύες, τις θεότητες που προσωποποιούσαν τις τύψεις, στην παράδοση κατά την οποία αυτές είναι τρεις, όπως για παράδειγμα στον Ευριπίδη. Η Μέγαιρα αναφέρεται δηλαδή μαζί με την Αληκτώ και την Τισιφόνη. Ειδικότερα η Μέγαιρα συνδέεται με τη ζήλεια-φθόνο (από την ετυμολογία της λέξεως) και τιμωρούσε ιδιαίτερα τη συζυγική απιστία.

Στη νεότερη εποχή η λέξη «μέγαιρα» κατέληξε να σημαίνει κάθε απαίσια και αδυσώπητη γυναίκα, τόσο στη νεοελληνική, όσο και σε άλλες γλώσσες: Στη σύγχρονη γαλλική (mégère) και πορτογαλική (megera) γλώσσα υποδηλώνει μια αντιπαθητική, φθονερή ή αξιοπεριφρόνητη γυναίκα, ενώ η ιταλική λέξη megera σημαίνει μια κακιά και/ή άσχημη γυναίκα.

Τισιφόνη

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Τισιφόνη είναι γνωστά τα παρακάτω δύο διαφορετικά πρόσωπα:

1. Μία από τις Ερινύες, που γεννήθηκε από το αίμα του Ουρανού που χύθηκε στους κόλπους της Γης κατά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο. Η Τισιφόνη, όπως υπονοεί και το όνομά της, πιστευόταν ότι δρούσε ως τιμωρός των δολοφόνων. Σύμφωνα με ένα μύθο, η Τισιφόνη ερωτεύθηκε τον Κιθαιρώνα, αλλά προκάλεσε τον θάνατό του από δάγκωμα ενός από τα φίδια που είχε αντί μαλλιών στο κεφάλι της. Στην Αινειάδα του Βιργιλίου η Τισιφόνη είναι η θηριώδης και σκληρή φρουρός των πυλών των Ταρτάρων.

2. Θυγατέρα του Αλκμαίωνα και της Μαντούς. Ο Αλκμαίων άφησε κατά λάθος τη μικρή Τισιφόνη και τον αδελφό της Αμφίλοχο στον Κρέοντα. Η σύζυγος του Κρέοντα Ευρυδίκη πούλησε τότε την Τισιφόνη ως δούλη, ζηλεύοντας την ομορφιά της. Δεν αντιλήφθηκε ότι ο αγοραστής της Τισιφόνης ήταν άνθρωπος του Αλκμαίωνα. Μόλις ο Αλκμαίων επέστρεψε, έσωσε την κόρη του και πήρε μαζί του τον γιο του.

Ο αστεροειδής 466 Τισιφόνη (466 Tisiphone), που ανακαλύφθηκε το 1901, πήρε το όνομά του από τη μυθική Ερινύα. Επίσης, ένα γένος από πεταλούδες και τα γένη κροταλία Agkistrodon και Calloselasma (ως συνώνυμο παλαιότερο όνομά τους).

Περιγραφή
 (φωτό: Μία απο τις Ερινύες με τον Σίσυφο στον κάτω κόσμο)

Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη Μέδουσα Γοργώ, και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική. Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες. Κατοικία τους είχαν τον κάτω κόσμο του Άδη απ΄ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους γι αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες "Επίκουροι της Δίκης".

Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα καθώς και μαστίγιο φιδοφόρο ως όπλο κατά των δραστών.

Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων και γι αυτό επίσης ονομάζονταν και "Βάκχες του Άδη".

Δράση

Οι Ερινύες πλήττουν τον Ορέστη
(φωτό: Ο Ορέστης περικυκλωμένος απο τις Ερινύες - 360 π.Χ.)

Από τις ποιό γνωστές καταδιώξεις των Ερινύων αναφέρεται εκείνη κατά του μητροκτόνου Ορέστη που ερχόμενος στην Αθήνα δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο ως φονεύς έχοντας συνήγορό του τον θεό Απόλλωνα, ενώ η θεά Αθηνά προεδρεύει των δικαστών. Στην ισοψηφία που ακολούθησε η Αθηνά έδωσε την ψήφο της υπέρ της αθώωσης του ήρωα.

Τότε αναφέρεται πως οι Ερινύες οργίστηκαν και κατά της Αθηνάς και κατά της πόλεως και που για να τις εξευμενίσουν οι Αθηναίοι ίδρυσαν "Ιερό Ευμενίδων" πλησίον του Αρείου Πάγου, τις δε δίκες περί φόνου να τις εκδικάζει ο Βασιλεύς. 

Αλλά στην αρχαία Αθήνα υπήρχε και άλλο ιερό για τις Ερινύες που βρισκόταν στο "Ίππιο Κολωνό", εκεί ερχόμενος ο τυφλός Οιδίπους εύρε τον ποθούμενο θάνατο. Επίσης στο δήμο «Φλύα» υπήρχε μεταξύ των άλλων βωμών και εκείνος προς τιμή των "Σεμνών θεών".


Σημειώσεις

Η παραπάνω δίκη του Ορέστη αποτέλεσε και την υπόθεση του δράματος «Ευμενίδες» που με τον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρες» συγκροτούσαν τη περίφημη τριλογία του Αισχύλου με το όνομα "Ορέστεια". Βέβαια με αφορμή την υπόθεση αυτή ο μεγάλος τραγικός εξαίρει το τότε δικαστήριο του Αρείου Πάγου χαρακτηρίζοντας με τις φράσεις του ως: "άθικτο κερδών", "εγρήγορο" (άγρυπνο), "φούρημα της χώρας", "σεμνότατο", κ.ά. κάτι που συνηθίζεται μέχρι και σήμερα προκειμένου οι αποφάσεις κατά κατηγορουμένων να τύχουν ευμενείς (Ευμενίδες).

Το είδαμε εδώ

Φαέθων: Ο αστροναύτης της απώτατης αρχαιότητας!




Πολλές αναφορές σε αρχαία κείμενα παραπέμπουν σε τομείς που έχουν να κάνουν με υψηλή τεχνολογία. Στον χώρο μιας τεχνολογίας αν όχι πολύ υψηλότερης από την σημερινή, τουλάχιστον ισάξιά της. 

Έτσι βλέπουμε τον θρυλικό Άργο να κατασκευάζει από το ιερό ξύλο που του έδωσε η Αθηνά την Αργώ, το πλοίο των Αργοναυτών, το οποίο είχε την ιδιότητα να μιλά, αλλά και να πετά!!! Ακόμη βλέπουμε τον Υπερβόρειο Άβαρη να ίπταται πάνω σε ένα βέλος που του είχε χαρίσει ο Απόλλων, και να επισκέπτεται διάφορα σημεία της γης με σκοπό την ίαση ασθενών. 

Τον Τριπτόλεμο να διαδίδει την σπορά με το φλεγόμενο άρμα που επί τούτου είχε κατασκευάσει η θεά Δήμητρα και είχε δώσει στον Ελευσίνιο βασιλόπαιδα.

Άπειρες οι αναφορές σε παρόμοια γεγονότα πτητικών μηχανών υπάρχουν στην πλούσια ελληνική μυθολογία. Αναφορές που έχουν οδηγήσει, διόλου τυχαία βεβαίως, ερευνητές και συγγραφείς να κάνουν λόγο για έναν τεράστια εξελιγμένο πολιτισμό των προγόνων μας της απώτατης αρχαιότητας, ο οποίος μετά την καταστροφή που υπέστη και με την πάροδο των χιλιετηρίδων πέρασε στην παράδοση σαν θρύλος. 

Το ίδιο και οι πρωταγωνιστές εκείνων των επιτευγμάτων- κατορθωμάτων, οι ήρωες.

Ο Φαέθων συγκαταλέγεται και αυτός ανάμεσα στο πλήθος των περιπτώσεων των πτητικών φαινομένων της προϊστορίας. Ο θρύλος τον θέλει γιο του Ήλιου, που πήρε το άρμα του πατέρα του με αποτέλεσμα να κατακαύσει την γη. Μπροστά στον κίνδυνο του αφανισμού της ο Δίας τον κατακεραύνωσε .

Αποσυμβολίζοντας τον θρύλο του πολλοί ερευνητές τον κατατάσσουν στους αστροναύτες της εποχής των Θεών. Η παράδοση τον θέλει ακόμη ως εμπρηστή της γης, ως τυραννικό βασιλιά, αλλά και ως αποστάτη Άγγελο( Εωσφόρος).

« Φαέθων τον του πατρός άρμα ζεύξας, δια το μη δυνατός είναι κατά την του πατρός οδόν ελαύνων, τα επί της γης συνέκαυσε, και αυτός κεραυνωθείς διεφθάρει…» (Πλάτων, Τίμαιος, κεφ. Γ΄ εδαφ. 22, 6).

Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στην πατρολογία του « περί φθόνου» λέγει για τον αποστάτη άγγελο Εωσφόρο: « … Ο μεγάλος αρχηγός των αγγέλων, ο ωραιότατος Εωσφόρος, πρώτος είδε το άρρητον φως της τρισηλίου θεότητας. Και εφαντάσθη ότι ήτο δυνατόν να γίνει όμοιος με τον Θεό. Τον Εωσφόρο τον σκότωσε η θεία Πρόνοια τιμωρώντας την έπαρσή του, και ο μεγάλος εκείνος άγγελος έγινε ο δαίμων της γης…» .

« Φαέθων ηλίου παις πόθον εσχηκός παράλογον επιβήναι του πατρικού άρματος εκτινάσσεται παρά τον Ηριδανόν ποταμόν…», ( Παλαίφατος « περί απίστων», κεφ. ΧΙΙΙ).

Ο Νόνος στα «Διονυσιακά» του περιγράφει το γεγονός( τόμος Β΄ κεφ. 38, στιχ. 410-411), « Ζευς δε πατήρ κατεκρήμνισε ύψιστον αυτοκίλιστον, υπέρ ρόον Ηριδανόν.

Ενώ ο Ιέρων γράφει ότι ο Φαέθων έκαψε σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον εχθρών, πολλές περιοχές της γης: « Ο επί Φαέθοντος εμπρησμός εν Αιθιοπία…».

Αλλά για τον εμπρησμό της Αφρικής από τον Φαέθοντα κάνει λόγο και ο Οβίδιος .

Ο Νόνος ακόμη στα «Διονυσιακά» του αναφέρει πως ο Φαέθων είναι εκείνος που πέταξε από τον Βόρειο πόλο στον Νότιο και από τον Βόρειο πόλο στην Αμερική. Επί λέξει λέει:

« … Παλινόσταιω δε πορείη εις Νότον εκ Βορρεάο, λοιπόν πόλον εις πόλον έστη… Εκ δε Κυθήρων έτραπε άρμα εις χθόνα Κύπρου…»

«… Φαέθων δε πόλον δινωτόν εάσας, εις Δύσιν έτραπε δίφρον…»

«… Εις Πάφον ουρανόθεν συν Κλημένη Φαέθοντα, συν ενδυμίωνι Σελήνη…»

«… Ζευς δε πατήρ, Φαέθοντα κατεστήριξεν Ολύμπω , Ηνίοχον επώνυμον…»

Ο Φαέθων λοιπόν κατά τον Νόνο φαίνεται να πετά από τον Βόρειο στον Νότιο πόλο, από τα Κύθηρα στην Κύπρο, και από το Βαλμπέκ του Λιβάνου προς την Πάφο της Κύπρου. Λόγω των μεγάλων του άθλων ο τότε κόσμος τον κατατάσσει στους ισόθεους άνδρες και συγκαταλέγεται στο Πάνθεο των Ολυμπίων Θεών ως Ηνίοχος του Διαστήματος.

Το είδαμε εδώ

Αταλάντη: Η μοναδική γυναίκα αργοναύτης

HALLE, Noel, Ο αγώνας του Ιππομένη και της Αταλάντης, 1762-65, Oil on canvas, 321 x 712 cm, Λούβρο, Παρίσι

Ηρωίδα της αρχαιότητας, η πιο γρήγορη από όλους τους θνητούς και η μοναδική γυναίκα αργοναύτης. Η ιστορία της συνδέεται άλλοτε με τους αρκαδικούς κι άλλοτε με τους βοιωτικούς μύθους. Οι δυο μύθοι έχουν τόσα κοινά χαρακτηριστικά που δεν μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε πως υπήρχαν δυο διαφορετικές ηρωίδες με το ίδιο όνομα.

Κατά τον αρκαδικό μύθο, η Αταλάντη, ήταν κόρη του Ιασίου (ή του Σχοινέως) και της Κλυμένης. Πατρίδα της ήταν το Λύκαιον, το Μαίναλο ή η Τεγέα. Όταν γεννήθηκε η Αταλάντη, ο πατέρας της, επειδή ήθελε μόνο γιους, την εγκατέλειψε στο όρος Παρθένιο κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Στην αρχή, την Αταλάντη, την φρόντιζε μια αρκούδα (σύμβολο της Άρτεμης) και αργότερα την περιμάζεψαν κάποιοι κυνηγοί. Κοντά τους έμεινε μέχρι να μεγαλώσει κι έμαθε τα μυστικά του κυνηγιού. Όταν μεγάλωσε δεν ήθελε να παντρευτεί, ζούσε με αγνότητα και κάποτε σκότωσε με τα βέλη της τους Κένταυρους Ροίκο και Υλαίο που είχαν προσπαθήσει να τη βιάσουν.

Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου παρά τις αντιδράσεις των συγκεντρωμένων ηρώων, οι οποίοι αρνούνταν να συμμετάσχουν σε κυνήγι που θα έπαιρνε μέρος μία γυναίκα.Ο Μελέαγρος όμως, ο γιος του βασιλιά Οινέως, του διοργανωτή της επιχείρησης, ερωτεύτηκε την ηρωίδα κι έπεισε τους υπόλοιπους ήρωες να τη δεχτούν. Μετά από έξι μέρες κυνηγιού η Αταλάντη σκότωσε μαζί με το Μελέαγρο τον κάπρο ρίχνοντας πρώτη εκείνη το θανατηφόρο βέλος στο ζώο και σύμφωνα με το έθιμο έλαβε σαν έπαθλο το κεφάλι και το δέρμα του ζώου. 

Πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία μαζί με το Μελέαγρο. Μετά το τέλος της εκστρατείας στους ταφικούς αγώνες που έγιναν προς τιμή του Πελία, η Αταλάντη νίκησε στην πάλη τον Πηλέα.

Σύμφωνα με την αρκαδική εκδοχή παντρεύτηκε τον εξαδελφό της Μελανίωνα, ο οποίος την είχε ερωτευθεί όταν την είχε συναντήσει στις περιπλανήσεις του στα δάση. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Παρθενοπαίος, τον οποίο ο Ευρυπίδης αναφέρει ως έναν από τους Επτά επί Θήβας.Σύμφωνα με το βοιωτικό μύθο γονείς της Αταλάντης ήταν ο Σχοινέας και η Κλυμένη. Από πολύ μικρή είχε δείξει μεγάλες ικανότητες στο κυνήγι και ήταν ανίκητη στο τρέξιμο. Ζούσε στα δάση κι απέφευγε τους ανθρώπους επειδή ήθελε να μείνει πιστή στην Άρτεμη και να παραμείνει αγνή ή κατά άλλους επειδή υπήρχε κάποιος χρησμός που έλεγε πως αν παντρευόταν θα μεταμορφωνόταν σε ζώο. Ο πατέρας της δέχτηκε την απόφασή της να μην παντρευτεί υπό τον όρο ότι αν κάποιος την κέρδιζε σε αγώνα δρόμου εκείνος θα την έκανε γυναίκα του. 

Η Αταλάντη, επειδή ήταν ανίκητη στο τρέξιμο, συμφώνησε, με την προϋπόθεση ότι θα είχε το δικαίωμα να σκοτώνει τους ηττημένους. Για το λόγο αυτό στις εκκινήσεις των αγώνων έδινε σε κάθε επίδοξο μνηστήρα ένα μικρό προβάδισμα. Εκείνη ακολουθούσε κρατώντας ένα δόρυ με το οποίο τρυπούσε το νεό όταν τον έφτανε. Πολλοί είχαν βρει τέτοιο θάνατο μέχρι που ο Ιππομένης ή Ιππομέδων ξεπέρασε την Αταλάντη στο τρέξιμο με τέχνασμα που του υπέδειξε η θεά Αφροδίτη. Η θεά του χάρισε τρία χρυσά μήλα από τον Κήπο των Εσπερίδων ή κατά μία άλλη παράδοση από το στεφάνι του Διονύσου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, καθώς ο Ιππομένης έχοντας ξεκινήσει πρώτος προηγούνταν, έριχνε πίσω του από ένα χρυσό μήλο κάθε φορά που η Αταλάντη τον πλησίαζε. Εκείνη σταματούσε να το μαζέψει και καθυστερούσε, με τον τρόπο αυτό ο Ιππομένης κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα. Οι δυο νέοι παρασυρμένοι από τον έρωτα τους περιπλανιόνταν στα δάση και ενώθηκαν μέσα σε ναό αφιερωμένο στη θεά Κυβέλη ή κατ' άλλους στο Δία Καλλίνικο. Επειδή αυτό θεωρούνταν ανόσιο τιμωρήθηκαν με τη μεταμόρφωσή τους σε ζευγάρι λιονταριών.



Αναφορές της Ηρωίδας Αταλάντης στην Ελληνική Ιστορία


Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 769

Τοῖ' ἄρα δῶρα θεᾶς Ἰτωνίδος ἦεν Ἀθήνης·
δεξιτερῇ δ' ἕλεν ἔγχος ἑκηβόλον, ὅ ῥ'  Άταλάντη
Μαινάλῳ ἔν ποτέ οἱ ξεινήιον ἐγγυάλιξε,
πρόφρων ἀντομένη, πέρι γὰρ μενέαινεν ἕπεσθαι
τὴν ὁδόν· ἀλλ', ὅσον αὐτὸς ἑκών, ἀπερήτυε κούρην,
δεῖσε γὰρ ἀργαλέας ἔριδας φιλότητος ἕκητι. 


Θεόγνης, Ελεγείες 

ἔργ' ἀτέλεστα τέλει 
πατρὸς νοσφισθεῖσα δόμων ξανθὴ Ἀταλάντη·
ὤιχετο δ' ὑψηλὰς εἰς κορυφὰς ὀρέων
φεύγουσ' ἱμερόεντα γάμον, χρυσῆς Ἀφροδίτης
δῶρα· τέλος δ' ἔγνω καὶ μάλ' ἀναινομένη. 


Πλούταρχος, Ηθικά, Περί των παρ’ Αλεξανδρεύσι παροιμιών, 44, 2

παρῆκται δὲ ἀπὸ τῶν
πεμφθέντων παρ' Ἱππομένους ἐπὶ Ἀταλάντην μήλων. προύκειτο μὲν γὰρ τῷ νικῶντι
δρόμῳ τὴν Ἀταλάντην ἔπαθλον ὁ ταύτης γάμος. Ὁ γοῦν Ἱππομένης εἰς ἅμιλλαν
καταστὰς χρυσᾶ μῆλα πρότερον παρὰ τῆς Ἀφροδίτης λαβὼν καὶ ταῦτα ῥίπτων αὐτῆς
περιγέγονεν ἀσχολουμένης περὶ τὴν τῶν μήλων συλλογήν. 


Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4, 34, 3.5

πρώτου δὲ Μελεάγρου
τὸ θηρίον ἀκοντίσαντος, ὁμολογούμενον αὐτῷ τὸ
πρωτεῖον συνεχωρήθη· τοῦτο δ' ἦν ἡ δορὰ τοῦ
ζῴου. μετεχούσης δὲ τῆς κυνηγίας Ἀταλάντης τῆς
Σχοινέως, ἐρασθεὶς αὐτῆς ὁ Μελέαγρος παρεχώρησε
τῆς δορᾶς καὶ τοῦ κατὰ τὴν ἀριστείαν ἐπαίνου.
ἐπὶ δὲ τοῖς πραχθεῖσιν οἱ Θεστίου παῖδες συγκυνη-
γοῦντες ἠγανάκτησαν, ὅτι ξένην γυναῖκα προετίμη-
σεν αὐτῶν, παραπέμψας τὴν οἰκειότητα. διόπερ
ἀκυροῦντες τοῦ Μελεάγρου τὴν δωρεὰν ἐνήδρευσαν
Ἀταλάντῃ, καὶ κατὰ τὴν εἰς Ἀρκαδίαν ἐπάνοδον
ἐπιθέμενοι τὴν δορὰν ἀφείλοντο. Μελέαγρος δὲ
διά τε τὸν πρὸς τὴν Ἀταλάντην ἔρωτα καὶ διὰ τὴν
ἀτιμίαν παροξυνθείς, ἐβοήθησε τῇ Ἀταλάντῃ. καὶ
τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει τοὺς ἡρπακότας ἀποδοῦναι
τῇ γυναικὶ τὸ δοθὲν ἀριστεῖον· 


Διογενιανός, Περί παροιμιών

Βάλλειν μήλοις: ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βου-
λομένων. Παρήχθη δὲ ἀπὸ τῶν πεμφθέντων ἐπ' Ἀταλάντην 
μήλων. Προὔκειτο γὰρ τῷ νικῶντι δρόμῳ τὴν
Ἀταλάντην ἔπαθλον ὁ ταύτης γάμος. Ὁ γοῦν Ἱππομένης
εἰς ἅμιλλαν καταστὰς, βουλόμενος αὐτὴν νικῆσαι, χρυσᾶ
μῆλα ἔῤῥιψεν· καὶ περὶ τὴν τούτων συλλογὴν ἐκείνης
ἀσχολουμένης, οὗτος ταύτην ὑπερέβαλε. 


Ζηνόβιος, Επιτομή

Πρώτη μὲν οὖν Ἀταλάντη τὸν κάπρον εἰς τὰ νῶτα ἐτόξευσε·
Μελέαγρος δὲ κατὰ τοῦ κενεῶνος πλήξας ἀπέκτεινε, καὶ
λαβὼν τὸ δέρας Ἀταλάντῃ χαριζόμενος ἔδωκε. 


Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3, 109, 2

Ἡσίοδος δὲ καί τινες ἕτεροι
τὴν Ἀταλάντην οὐκ Ἰάσου ἀλλὰ Σχοινέως εἶπον, 
Εὐριπίδης δὲ Μαινάλου, καὶ τὸν γήμαντα αὐτὴν 
οὐ Μελανίωνα ἀλλὰ Ἱππομένην.


Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1, 68, 4

οἱ δὲ συνελθόντες ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου 
θήραν ἦσαν οἵδε· Μελέαγρος Οἰνέως, Δρύας Ἄρεος,
ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι, Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκ
Μεσσήνης, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διὸς καὶ Λήδας
ἐκ Λακεδαίμονος, Θησεὺς Αἰγέως ἐξ Ἀθηνῶν, Ἄδμητος
Φέρητος ἐκ Φερῶν, Ἀγκαῖος καὶ Κηφεὺς Λυκούργου ἐξ
Ἀρκαδίας, Ἰάσων Αἴσονος ἐξ Ἰωλκοῦ, Ἰφικλῆς Ἀμφιτρύωνος 
ἐκ Θηβῶν, Πειρίθους Ἰξίονος ἐκ Λαρίσης,
Πηλεὺς Αἰακοῦ ἐκ Φθίας, Τελαμὼν Αἰακοῦ ἐκ Σαλαμῖνος, 
Εὐρυτίων Ἄκτορος ἐκ Φθίας, Ἀταλάντη
Σχοινέως ἐξ Ἀρκαδίας, Ἀμφιάραος Ὀικλέους ἐξ Ἄργους·
μετὰ τούτων καὶ οἱ Θεστίου παῖδες. 


Παλαίφατος, Περί Απίστων, 13, 1
Περὶ Ἀταλάντης καὶ Μειλανίωνος.

Λέγεται περὶ Ἀταλάντης καὶ Μειλανίωνος ὡς
ὁ μὲν ἐγένετο λέων, ἡ δὲ λέαινα. ἦν δὲ τὸ ἀληθὲς
τοιοῦτον. Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν.
ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι αὐτῷ.
εἰσέρχονται δὲ εἴς τι σπήλαιον μιχθησόμενοι. ἦν δὲ
ἐν τῷ ἄντρῳ εὐνὴ λέοντος καὶ λεαίνης, οἳ δή, 
ἀκούσαντες φωνῆς, ἐξελθόντες ἐμπίπτουσι τοῖς περὶ Ἀταλάντην 
καὶ ἀναιροῦσιν αὐτούς. μετὰ δὲ χρόνον τοῦ
λέοντος καὶ τῆς λεαίνης ἐξελθόντων, ἰδόντες τούτους
οἱ συγκυνηγετοῦντες τῷ Μειλανίωνι, ἔδοξαν αὐτοὺς
εἰς ταῦτα τὰ ζῷα μεταβληθῆναι. εἰσβάλλοντες
οὖν εἰς τὴν πόλιν διεφήμιζον ὡς οἱ περὶ Ἀταλάντην
καὶ Μειλανίωνα εἰς λέοντας μετεβλήθησαν. 


Λιβάνιος, Προγυμνάμσατα, 2, 32
Περὶ Ἀταλάντης.

Πολλοὶ μὲν ἔκειντο μνηστῆρες ὑπὸ Ἀταλάντης
ἡττηθέντες ποδωκείᾳ τῆς κόρης, ἔδει γὰρ ἡττώμενον
μὲν ἀποθανεῖν, νικῶντα δὲ γαμεῖν, Ἱππομένης δὲ ταύτης ἐπιθυμῶν, 
δεδιὼς δὲ τὸν κίνδυνον δεῖται τῆς
Ἀφροδίτης συμπρᾶξαι. ἡ δὲ ἔδωκε τὰ χρυσᾶ μῆλα καὶ
εἶπεν ὃ χρὴ ποιεῖν ἐν τῷ δρόμῳ. ὡς οὖν ἔθεον,
ὁπότε πλησίον ἡ κόρη γένοιτο, μῆλον ἠφίει, ἡ δὲ
ἐθαύμαζέ τε καὶ ὑπολειπομένη τὸ μῆλον ἀνῃρεῖτο, 
ἐγγιζούσης δὲ πάλιν τὸ αὐτὸ ἐδρᾶτο. καὶ διὰ τοιοῦδε
σοφίσματος Ἀταλάντημὲν εἶχε τὰ μῆλα, Ἱππομένης δὲ Ἀταλάντην.

Ἄλλως.

Ἀταλάντην τὴν Σχοινέως ἔχειν μὲν ἐπόθουν πολλοί,
Ἱππομένης δὲ παρ' ἑτέρους ἀπείληφε. μνωμένων
γὰρ τὴν κόρην πολλῶν ἆθλον ἑαυτὴν ἡ παῖς προὐτίθει 
τοῖς νικῶσιν εἰς δρόμον. καὶ πάντων ἀπολειπομένων
τὸ τάχος Ἀφροδίτην Ἱππομένης εὕρατο σύμμαχον 
καὶ μῆλα χρυσᾶ παρ' ἐκείνης λαβὼν ἠφίει παρὰ
τὸ στάδιον. καὶ ἡ μὲν τὰ μῆλα συνέλεγεν, ὁ δὲ παρῄει
συλλέγουσαν καὶ τέχνῃ μᾶλλον ἢ ῥώμῃ τὸν Ἀταλάντης
γάμον ἐκτήσατο. 

Φώτιος, Λεξικόν 

Ἀταλάντη· τριήρης τις ἦν ὀνομασθεῖσα ἀπὸ Ἀταλάντης,
ἥτις ἦν ὀξυτάτη δραμεῖν. 


Μέγα Ετυμολογικόν

Ποδορρώρη: Ἐπώνυμον Ἀταλάντης· παρὰ τὸ
ποὺς καὶ τὸ ὀρούειν· οἷον, ἡ τοῖς ποσὶν ὁρμῶσα.

Το είδαμε εδώ